providencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

providencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "providencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /pɾoβiˈðenθja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "providencia" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε κάτι που σχετίζεται με την πρόνοια ή τη φροντίδα. Ειδικότερα, μπορεί να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο παρέχονται τα αναγκαία για τη ζωή και την ευημερία, είτε σε κοινωνικό, νομικό είτε θρησκευτικό πλαίσιο. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.

Παράδειγμα προτάσεων

  1. La providencia del gobierno es fundamental para los ciudadanos.
    Η πρόνοια της κυβέρνησης είναι θεμελιώδης για τους πολίτες.

  2. Muchos creen en la providencia divina que guía nuestras vidas.
    Πολλοί πιστεύουν στην θεία πρόνοια που καθοδηγεί τις ζωές μας.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "providencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Por la providencia de Dios
    Από την πρόνοια του Θεού
  2. Muchos consideran que están donde están por la providencia de Dios.
    Πολλοί θεωρούν ότι βρίσκονται εκεί που είναι χάρη στην πρόνοια του Θεού.

  3. Actuar con providencia
    Να ενεργείς με πρόνοια

  4. Es importante actuar con providencia en situaciones difíciles.
    Είναι σημαντικό να ενεργείς με πρόνοια σε δύσκολες καταστάσεις.

  5. Providencia del destino
    Πρόνοια της μοίρας

  6. Creyó que la providencia del destino lo había llevado a ese lugar.
    Πίστευε ότι η πρόνοια της μοίρας τον είχε φέρει σε αυτό το μέρος.

Ετυμολογία

Η λέξη "providencia" προέρχεται από τα Λατινικά "providentia", που είναι η παθητική μορφή του ρήματος "providere", το οποίο σημαίνει "να βλέπεις εκ των προτέρων" ή "να παρέχεις".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα

Αντώνυμα



22-07-2024