Η λέξη "providencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: /pɾoβiˈðenθja/
Η λέξη "providencia" χρησιμοποιείται στα Ισπανικά για να αναφερθεί σε κάτι που σχετίζεται με την πρόνοια ή τη φροντίδα. Ειδικότερα, μπορεί να αναφέρεται στον τρόπο με τον οποίο παρέχονται τα αναγκαία για τη ζωή και την ευημερία, είτε σε κοινωνικό, νομικό είτε θρησκευτικό πλαίσιο. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνή τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο.
La providencia del gobierno es fundamental para los ciudadanos.
Η πρόνοια της κυβέρνησης είναι θεμελιώδης για τους πολίτες.
Muchos creen en la providencia divina que guía nuestras vidas.
Πολλοί πιστεύουν στην θεία πρόνοια που καθοδηγεί τις ζωές μας.
Η λέξη "providencia" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Muchos consideran que están donde están por la providencia de Dios.
Πολλοί θεωρούν ότι βρίσκονται εκεί που είναι χάρη στην πρόνοια του Θεού.
Actuar con providencia
Να ενεργείς με πρόνοια
Es importante actuar con providencia en situaciones difíciles.
Είναι σημαντικό να ενεργείς με πρόνοια σε δύσκολες καταστάσεις.
Providencia del destino
Πρόνοια της μοίρας
Η λέξη "providencia" προέρχεται από τα Λατινικά "providentia", που είναι η παθητική μορφή του ρήματος "providere", το οποίο σημαίνει "να βλέπεις εκ των προτέρων" ή "να παρέχεις".