Επίθετο
[proβiðenθjal]
Η λέξη "providencial" αναφέρεται σε κάτι που θεωρείται ότι έχει προέλθει από μια θεία ή υπερφυσική παρέμβαση. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει γεγονότα ή καταστάσεις που φαίνονται εξαιρετικά ευνοϊκά και μεταδίδουν μια αίσθηση τύχης ή θείας βοήθειας.
Η χρήση της είναι συχνή στον προφορικό λόγο, αλλά μπορεί να βρεθεί και σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε θρησκευτικά ή φιλοσοφικά συμφραζόμενα.
La llegada del tren fue providencial para salvar al viajero.
(Η άφιξη του τρένου ήταν θεϊκή για να σώσει τον ταξιδιώτη.)
Su ayuda fue providencial en un momento de gran necesidad.
(Η βοήθειά του ήταν ευεργετική σε μια στιγμή μεγάλης ανάγκης.)
Encontrar ese libro en la biblioteca fue un hallazgo providencial.
(Η εύρεση αυτού του βιβλίου στη βιβλιοθήκη ήταν μια προφητική ανακάλυψη.)
Η λέξη "providencial" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που ενισχύουν την έννοιά της.
"Una solución providencial"
(Μια θεϊκή λύση)
La solución que encontró fue verdaderamente providencial en ese momento difícil.
(Η λύση που βρήκε ήταν πραγματικά θεϊκή σε αυτή τη δύσκολη στιγμή.)
"Acto providencial"
(Πράξη θείας παρεμβολής)
La decisión que tomaron fue un acto providencial que cambió el curso de los eventos.
(Η απόφαση που πήραν ήταν μια πράξη θείας παρέμβασης που άλλαξε την πορεία των γεγονότων.)
"Momento providencial"
(Θεϊκή στιγμή)
Era un momento providencial que no debían dejar pasar.
(Ήταν μια θεϊκή στιγμή που δεν έπρεπε να την αφήσουν να περάσει.)
Η λέξη "providencial" προέρχεται από το λατινικό "providentialis", που σημαίνει "σχετικός με τον προγραμματισμό" ή "διαδικασία του να προβλέπεις".
Συνώνυμα:
- ευεργετικός
- μοιραίος
- θεϊκός
Αντώνυμα:
- κακός
- αρνητικός
- δυσμενής