Η λέξη "provincial" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται με μια επαρχία ή περιοχή εκτός των μεγάλων αστικών κέντρων. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κοινωνικό, πολιτικό ή οικονομικό πλαίσιο, και αναφέρεται σε φαινόμενα ή χαρακτηριστικά που είναι τυπικά ή περιορισμένα σε μια συγκεκριμένη περιοχή. Ανάλογα με το πλαίσιο, μπορεί να έχει και αρνητική χροιά, υποδηλώνοντας περιορισμένη σκέψη ή κουλτούρα.
Στη γλώσσα Ισπανικά, η χρήση του "provincial" είναι συχνή και μπορεί να παρατηρηθεί κυρίως στο γραπτό κείμενο, αν και χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο.
Η επαρχιακή γιορτή προσελκύει χιλιάδες επισκέπτες κάθε χρόνο.
Los problemas provinciales son diferentes de los urbanos.
Muchos en la ciudad critican la mentalidad provincial de algunos pueblos.
Al spirit provincial: Σημαίνει να έχει κανείς ένα τοπικό ή επαρχιακό πνεύμα.
Él siempre tiene un al spirit provincial que lo distingue de los demás.
Cultura provincial: Περίληψη ή περιγραφή πολιτισμικών χαρακτηριστικών περιοχής.
Η λέξη "provincial" προέρχεται από τη λατινική "provincialis", που σημαίνει "από την επαρχία" (provinciālis), που είναι παράγωγο της λέξης "provincia", δηλαδή επαρχία.
Local (τοπικός)
Αντώνυμα: