Η λέξη "provisional" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "provisional" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /prəˈvɪʒ.ən.əl/.
Η λέξη "provisional" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι προσωρινό ή που έχει σκοπό να καλύψει μια ανάγκη μέχρι να υπάρξει μια πιο μόνιμη ή οριστική λύση. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιατρικά πλαίσια, όπως για προσωρινές άδειες εργασίας ή για προσωρινές θεραπευτικές αγωγές.
Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ιδιαίτερα σε γραπτά κείμενα και νομικά έγγραφα. Στον προφορικό λόγο, μπορεί να χρησιμοποιηθεί αλλά σε πιο επίσημα πλαίσια.
La licencia provisional es válida por seis meses.
(Η προσωρινή άδεια είναι έγκυρη για έξι μήνες.)
Se implementó un plan provisional hasta que se resuelva el problema.
(Εφαρμόστηκε ένα προσωρινό σχέδιο μέχρι να λυθεί το πρόβλημα.)
El tratamiento provisional fue suficiente para aliviar los síntomas.
(Η προσωρινή θεραπεία ήταν αρκετή για να ανακουφίσει τα συμπτώματα.)
Η λέξη "provisional" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στον ισπανικό λόγο, σχεδόν πάντα για να αναδείξει την προσωρινή φύση ενός πράγματος.
El acuerdo provisional no es vinculante.
(Η προσωρινή συμφωνία δεν είναι δεσμευτική.)
Es una solución provisional que puede cambiar.
(Είναι μια προσωρινή λύση που μπορεί να αλλάξει.)
La medida provisional se tomó para garantizar la seguridad.
(Η προσωρινή μέτρα λήφθηκε για να διασφαλιστεί η ασφάλεια.)
Se emitió una orden provisional hasta que se realice la audiencia.
(Εκδόθηκε μια προσωρινή εντολή μέχρι να διεξαχθεί η ακρόαση.)
La situación provisional debe ser evaluada periódicamente.
(Η προσωρινή κατάσταση πρέπει να αξιολογείται περιοδικά.)
Η λέξη "provisional" προέρχεται από το λατινικό "provisio", που σημαίνει "πρόβλεψη" ή "προγραμματισμός".
Συνώνυμα: - Temporal - Transitorio - Condicional
Αντώνυμα: - Permanente - Definitivo - Estable