provisto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

provisto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "provisto" είναι επίθετο και προέρχεται από το ρήμα "proveer".

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου: /pɾoˈβisto/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Το "provisto" σημαίνει ότι κάτι έχει εφοδιαστεί ή έχει προετοιμαστεί κατάλληλα. Χρησιμοποιείται συχνά στη γλώσσα των επιχειρήσεων καθώς και σε καθημερινές περιστάσεις για να αναφερθεί σε κάποιον ή κάτι που έχει αναγκαία πόρους ή εφόδια. Η συχνότητά του είναι σχετικά υψηλή, καθώς συναντάται και στον προφορικό και στον γραπτό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El equipo fue provisto con nuevas herramientas.
    (Η ομάδα εφοδιάστηκε με νέα εργαλεία.)

  2. Los estudiantes deben estar provistos de materiales para el examen.
    (Οι φοιτητές πρέπει να είναι εφοδιασμένοι με υλικά για την εξέταση.)

  3. El hotel está provisto de todas las comodidades necesarias.
    (Το ξενοδοχείο είναι εφοδιασμένο με όλες τις απαραίτητες ανέσεις.)

Ιδιωματικές εκφράσεις

Πολλές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα περιλαμβάνουν το "provisto". Ορισμένες από αυτές είναι:

  1. Estar provisto de algo.
    (Να είσαι εφοδιασμένος με κάτι.)
    Η φράση αναφέρεται στην ανάγκη να έχει κανείς ό,τι χρειάζεται για μια συγκεκριμένη κατάσταση.

  2. Provisto para todo.
    (Εφοδιασμένος για τα πάντα.)
    Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι κάποιος είναι προετοιμασμένος για οποιαδήποτε κατάσταση.

  3. Ser bien provisto.
    (Να είσαι καλά εφοδιασμένος.)
    Σημαίνει ότι κάποιος έχει αρκετούς πόρους ή μέσα.

  4. Provisto de conocimiento.
    (Εφοδιασμένος με γνώσεις.)
    Αναφέρεται σε κάποιον που έχει τις απαραίτητες γνώσεις για να χειριστεί μια κατάσταση.

Ετυμολογία

Το "provisto" προέρχεται από το ρήμα "proveer", που σημαίνει "παρέχω" ή "εφοδιάζω". Έχει λατινικές ρίζες από τη λέξη "provisus".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - abastecido (εφοδιασμένος) - dotado (προικισμένος)

Αντώνυμα: - desprovisto (μη εφοδιασμένος) - carente (άδειος, χωρίς)



23-07-2024