Η λέξη "provocar" στα Ισπανικά σημαίνει να προκαλείς ή να προξενείς κάτι. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την ενέργεια μέσω της οποίας κάποιος δημιουργεί ή ενισχύει μία αντίδραση, είτε αυτή είναι φυσική είτε συναισθηματική. Έχει μια αρκετά κοινή χρήση στη γλώσσα, τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί μια ελαφριά προτίμηση στη χρήση της σε γραπτά κείμενα, ειδικά σε νομικά ή κωδικοποιημένα έγγραφα.
Ο θόρυβος προκάλεσε μεγάλη τρομάρα στους γείτονες.
Sus comentarios provocan muchas discusiones en el grupo.
Τα σχόλιά του προκαλούν πολλές συζητήσεις στην ομάδα.
El mal tiempo puede provocar retrasos en el vuelo.
Η λέξη "provocar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά, όπως στα παρακάτω παραδείγματα:
Provocar la risa entre amigos es un arte.
Provocar una reacción.
El discurso del político logró provocar una reacción en el público.
Provocar a alguien.
Η λέξη "provocar" προέρχεται από το λατινικό "provocare", όπου "pro-" σημαίνει "προς τα εμπρός" και "vocare" σημαίνει "καλώ". Αυτή η σύνθεση υποδηλώνει την ιδέα της πρόκλησης ή πρόσκλησης προς κάτι.
Συνώνυμα: - causar - provocar - instigar
Αντώνυμα: - calmar - evitar - mitigar