Η λέξη "proximidad" είναι ουσιαστικό.
/ pɾoksi.miˈðað /
Η λέξη "proximidad" αναφέρεται στην κατάσταση ή το χαρακτηριστικό του να είναι κοντά ή κοντινός σε κάτι ή σε κάποιον. Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά είναι πιο συνηθισμένη σε επιστημονικά και τεχνικά κείμενα όπου υποδηλώνεται η απόσταση ή η θέση όσον αφορά άλλα αντικείμενα ή καταστάσεις. Συχνότητα χρήσης: μέτρια.
La proximidad de la estación de tren es conveniente.
(Η εγγύτητα του σταθμού τρένου είναι βολική.)
La proximidad entre las dos ciudades facilita el comercio.
(Η πλησιότητα μεταξύ των δύο πόλεων διευκολύνει το εμπόριο.)
La proximidad a la playa atrae muchos turistas.
(Η εγγύτητα στην παραλία προσελκύει πολλούς τουρίστες.)
Η λέξη "proximidad" εμφανίζεται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές χρήσιμες φράσεις:
Estar en la proximidad de alguien.
(Βρίσκομαι στην εγγύτητα κάποιου.)
Proximidad de pensamientos.
(Πλησιότητα σκέψεων.)
Una proximidad peligrosa.
(Μια επικίνδυνη εγγύτητα.)
Romper la proximidad.
(Να σπάσω την εγγύτητα.)
Buscar la proximidad.
(Να ψάξω την εγγύτητα.)
Proximidad cultural.
(Πολιτιστική πλησιότητα.)
Proximidad geográfica.
(Γεωγραφική εγγύτητα.)
Η λέξη "proximidad" προέρχεται από το λατινικό "proximitas", που σημαίνει "κοντινότητα", το οποίο προέρχεται από το "proximus" που σημαίνει "ο πιο κοντινός".
Συνώνυμα: - cercanía - vecindad
Αντώνυμα: - lejanía - distancia