Ο όρος "proyecto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /pɾoˈχeɾ.to/
Η λέξη "proyecto" αναφέρεται σε ένα σχέδιο ή πρόγραμμα που έχει σχεδιαστεί για να επιτευχθεί κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορους τομείς όπως η εκπαίδευση, η οικονομία, η κατασκευή και η ανάπτυξη έργων. Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και στις συνδυασμένες μορφές όπως "proyecto de ley" (νομοσχέδιο) και "proyecto de inversión" (επενδυτικό σχέδιο). Στη γλώσσα των Ισπανικών, η συχνότητά της είναι υψηλή, και επηρεάζεται περισσότερο από το γραπτό λόγο, αν και χρησιμοποιείται επίσης σε προφορικές συζητήσεις.
Το σχέδιο κατασκευής θα αρχίσει τον επόμενο μήνα.
Estamos trabajando en un proyecto ambiental muy interesante.
Εργαζόμαστε σε ένα πολύ ενδιαφέρον περιβαλλοντικό έργο.
El proyecto de ley fue aprobado por el congreso.
Η λέξη "proyecto" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Αναφέρεται στο να σχεδιάζεις τον τρόπο που θέλεις να ζήσεις τη ζωή σου.
Estar en proyecto
Χρησιμοποιείται όταν κάτι βρίσκεται στα σκαριά ή είναι υπό ανάπτυξη.
Proyectos a largo plazo
Αναφέρεται σε σχέδια που χρειάζονται χρόνο για να υλοποιηθούν.
Proyección de un proyecto
Σημαίνει παρουσίαση ή εκτίμηση του μέλλοντος ενός έργου.
Proyecto de investigación
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό "proiectus", που σημαίνει "ρίχνω μπροστά" ή "σχεδιάζω". Είναι ο παθητικός συμμετοχής του "proicere", που συνίσταται στη σύνθεση "pro-" (μπροστά) και "iacere" (να ρίχνω).
Συνώνυμα: - Plan (πλάνο) - Programa (πρόγραμμα)
Αντώνυμα: - Caos (χάος) - Desorganización (δυσλειτουργία)
Αυτή είναι η πλήρης ανάλυση της λέξης "proyecto".