Prudente είναι επίθετο.
Φωνητική μεταγραφή: [pɾuˈðente]
Η λέξη prudente χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να περιγράψει κάποιον που ενεργεί με σύνεση και προσοχή, ειδικά σε καταστάσεις που απαιτούν διακριτικότητα και διακριτική ευχέρεια. Βρίσκεται συχνά σε γραπτά κείμενα, αλλά είναι επίσης κοινή στον προφορικό λόγο. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, καθώς συναντάται συχνά σε επίσημα και καθημερινά συμφραζόμενα.
Παραδείγματα:
- Es prudente no tomar decisiones apresuradas.
(Είναι φρόνιμο να μην παίρνεις βιαστικές αποφάσεις.)
Η λέξη prudente συχνά χρησιμοποιείται σε ισπανικές φράσεις. Ακολουθούν μερικές:
Ser prudente como un gato.
(Να είσαι προσεκτικός όπως μια γάτα.) - Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι εξαιρετικά προσεκτικός στις ενέργειές του.
Cuando hay dudas, es mejor ser prudente.
(Όταν υπάρχουν αμφιβολίες, είναι καλύτερα να είμαστε φρόνιμοι.) - Υποδηλώνει τη σημασία της προσοχής όταν δεν είμαστε σίγουροι.
Actúa prudentemente en situaciones difíciles.
(Ενέργησε φρόνιμα σε δύσκολες καταστάσεις.) - Συμβουλή να παραμένει κανείς προσεκτικός σε κρίσιμες στιγμές.
Η λέξη prudente προέρχεται από το λατινικό "prudens," που σημαίνει "σοφός" ή "φρόνιμος," προερχόμενο από το ρήμα "providere," που σημαίνει "να βλέπεις μπροστά" ή "να προνοείς."
Συνώνυμα:
- Sensato (λογικός)
- Cuidadoso (προσεκτικός)
- Cauteloso (προσεκτικός, επιφυλακτικός)
Αντώνυμα:
- Imprudente (αφρόντιστος)
- Temerario (γενναίος χωρίς προσοχή)
- Atrevido (τολμηρός, αναιδής)