Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /psikofisiológiko/
Μετάφραση στα Ελληνικά: ψυχοφυσιολογικός
Σημασία: Η λέξη "psicofisiológico" χρησιμοποιείται στην ισπανική για να περιγράψει κάτι που σχετίζεται τόσο με τη ψυχολογία όσο και με τη φυσιολογία. Χρησιμοποιείται συχνότερα στον γραπτό παρά στον προφορικό λόγο.
Παραδειγματικές Προτάσεις: 1. El estrés psicofisiológico puede afectar la salud de una persona. (Το ψυχοφυσιολογικό άγχος μπορεί να επηρεάσει την υγεία ενός ατόμου.) 2. La relación entre la mente y el cuerpo es de naturaleza psicofisiológica. (Η σχέση μεταξύ του νου και του σώματος είναι ψυχοφυσιολογική.)
Ετυμολογία: Η λέξη "psicofisiológico" προέρχεται από τα ισπανικά "psico" (ψυχή) και "fisiológico" (φυσιολογικός).
Συνώνυμα: ψυχοσωματικός
Αντώνυμα: -
Ιδιωματικές Εκφράσεις: 1. Mantener el equilibrio psicofisiológico. (Διατηρώντας την ψυχοφυσιολογική ισορροπία.) 2. Estudiar las respuestas psicofisiológicas del organismo. (Μελετώντας τις ψυχοφυσιολογικές αντιδράσεις του οργανισμού.)