Η λέξη "publicista" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /pu.βli.ˈsista/
Η λέξη "publicista" αναφέρεται σε έναν επαγγελματία που ασχολείται με τη δημόσια εικόνα, τη διαφήμιση και τη δημοσιότητα. Οι publicistas εργάζονται συνήθως σε διαφημιστικές εταιρείες, γραφεία δημοσίων σχέσεων ή ως ελεύθεροι επαγγελματίες, προκειμένου να προωθήσουν προϊόντα, υπηρεσίες ή προσωπικότητες.
Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή στον τομέα της επικοινωνίας και του μάρκετινγκ. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτό κείμενο, αν και βρίσκεται και σε προφορικούς διαλόγους, κυρίως σε επαγγελματικά περιβάλλοντα.
El publicista creó una campaña innovadora para la nueva marca.
(Ο δημοσιογράφος δημιούργησε μια καινοτόμο καμπάνια για τη νέα μάρκα.)
Los publicistas son esenciales en el mundo del marketing.
(Οι διαφημιστές είναι απαραίτητοι στον κόσμο του μάρκετινγκ.)
Ella trabaja como publicista en una agencia de publicidad.
(Αυτή εργάζεται ως διαφημιστής σε μια διαφημιστική εταιρεία.)
Η λέξη "publicista" μπορεί να ενσωματωθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις που σχετίζονται με τον τομέα της επικοινωνίας και της δημοσιότητας:
Ser un publicista de renombre
(Να είσαι διάσημος διαφημιστής)
"El publicista de renombre fue reconocido en la gala."
(Ο διάσημος διαφημιστής αναγνωρίστηκε στην γκαλά.)
Hacer publicidad como un publicista
(Να κάνεις διαφήμιση όπως ένας διαφημιστής)
"El objetivo es hacer publicidad como un publicista eficaz."
(Ο στόχος είναι να κάνεις διαφήμιση όπως ένας αποτελεσματικός διαφημιστής.)
El publicista detrás del éxito
(Ο διαφημιστής πίσω από την επιτυχία)
"Todos conocen al artista, pero pocos saben quién es el publicista detrás del éxito."
(Όλοι γνωρίζουν τον καλλιτέχνη, αλλά λίγοι γνωρίζουν ποιος είναι ο διαφημιστής πίσω από την επιτυχία.)
Publicista a tiempo completo
(Διαφημιστής πλήρους απασχόλησης)
"Ella decidió ser publicista a tiempo completo en lugar de freelance."
(Αυτή αποφάσισε να είναι διαφημιστής πλήρους απασχόλησης αντί για ελεύθερος επαγγελματίας.)
Η λέξη "publicista" προέρχεται από το λατινικό "publicus", που σημαίνει "δημόσιος". Αναφέρεται στην ιδέα της προώθησης πληροφόρησης ή προϊόντων προς το ευρύ κοινό.
Συνώνυμα: - comunicador (επικοινωνιολόγος) - publicitario (διαφημιστής)
Αντώνυμα: - anónimo (ανώνυμος) - reservado (επιφυλακτικός)