/puˈt͡ʃeɾo/
Η λέξη puchero χρησιμοποιείται κυρίως για να αναφερθεί σε ένα βαθύ σκεύος ή κατσαρόλα που χρησιμοποιείται για το μαγείρεμα τροφίμων, αλλά μπορεί επίσης να αναφέρεται σε φαγητό που μαγειρεύεται μέσα σε αυτό. Αποτελεί μέρος της καθημερινής γλώσσας και χρησιμοποιείται τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό πλαίσιο. Η χρήση της είναι συχνή στην Ισπανία και σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, όπως το Περού.
En el puchero hay una deliciosa sopa.
Στην κατσαρόλα υπάρχει μια νόστιμη σούπα.
Voy a cocinar un puchero de carne este fin de semana.
Θα μαγειρέψω μια σούπα με κρέας αυτό το Σαββατοκύριακο.
El puchero es ideal para preparar comidas en familia.
Η κατσαρόλα είναι ιδανική για να προετοιμάζουμε γεύματα σε οικογενειακό κύκλο.
Η λέξη puchero δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες περιπτώσεις.
Ejemplo: Voy a hacer un puchero para la cena.
Θα ετοιμάσω ένα χυλό για το δείπνο.
Puchero de lentejas.
Αν αναφέρεται σε κλασική συνταγή για σούπα με φακές.
Η λέξη προέρχεται από το ισπανικό puchero, που από την άλλη πηγή μπορεί να προέρχεται από τη λατινική λέξη pottus, που σημαίνει «τηγάνι» ή «κατσαρόλα», αναφερόμενη σε σκεύη μαγειρικής.
Συνώνυμα: - olla (κατσαρόλα) - cazuela (κατσαρόλα, σκεύος)
Αντώνυμα:
- plato (πιάτο - σε σχέση με το σκεύος)
- seco (ξηρό - σε σχέση με υγρές τροφές όπως οι σούπες ή χυλοί)
Η λέξη puchero είναι από τις πιο χαρακτηρηστικές στο ισπανικό μαγείρεμα και πολιτισμό, συχνά συσχετιζόμενη με την οικογενειακή κουλτούρα και τις παραδοσιακές συνταγές.