Η λέξη "pudiente" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pudiente" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /puˈðjente/.
Η λέξη "pudiente" μπορεί να μεταφραστεί στα ελληνικά ως: - ικανός - ισχυρός (σε οικονομικό ή κοινωνικό επίπεδο)
Η λέξη "pudiente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που έχει δύναμη, επιρροή ή ικανότητα. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε γραπτό λόγο, αν και μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε επίσημες συζητήσεις.
Ο επιχειρηματίας είναι ένας ισχυρός άντρας.
Los pudientes a menudo tienen acceso a oportunidades exclusivas.
Η λέξη "pudiente" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που αναδεικνύουν την επιρροή ή τη δύναμη ενός ατόμου:
Να είσαι μια ικανή προσωπικότητα στην κοινωνία.
Los pudientes pueden cambiar el rumbo de los eventos.
Οι ισχυροί μπορούν να αλλάξουν την πορεία των γεγονότων.
Frecuentar círculos pudientes.
Να συχνάζεις σε ισχυρούς κύκλους.
La voz de los pudientes se escucha más fuerte.
Η λέξη "pudiente" προέρχεται από το λατινικό "potiens", που σημαίνει ικανός ή ισχυρός, που σχετίζεται με το ρήμα "posse" που σημαίνει "μπορώ".
Συνώνυμα: - Capaz (ικανός) - Poderoso (δυνατός) - Influyente (επιδραστικός)
Αντώνυμα: - Incapaz (ανίκανος) - Débil (ασθενής) - Irrelevante (ασήμαντος)