Το "puesto" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Φωνητική μεταγραφή: /ˈpwesto/
Η λέξη "puesto" έχει διάφορες σημασίες ανάλογα με το συμφραζόμενο. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια θέση ή τοποθέτηση. Η χρήση της μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορους τομείς όπως η εργασία (θέση εργασίας), η γεωγραφία (τοποθεσία), και οι ανθρώπινες σχέσεις (κατάσταση). Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα χρήσης της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το συμφραζόμενο.
Αυτός έχει μια σημαντική θέση στην επιχείρηση.
El puesto de la estación está a dos calles de aquí.
Η λέξη "puesto" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Μια σαφής έκθεση των γεγονότων είναι πάντα χρήσιμη.
Estar en un buen puesto.
Είμαι σε μια καλή θέση στη δουλειά μου.
No saber dónde tiene puesto.
Δεν ήξερα πού το είχε βάλει.
Ser un puesto clave en la organización.
Αυτός είναι μια κεντρική μορφή για την προώθηση του σχεδίου.
Estar puesto en un tema.
Η λέξη "puesto" προέρχεται από το ρήμα "poner", που σημαίνει "να τοποθετώ". Στη λατινική γλώσσα, η ρίζα "ponere" αναφέρεται στο να βάζεις ένα αντικείμενο ή να το τοποθετείς κάπου.
Συνώνυμα: - posición (θέση) - ubicación (τοποθεσία) - sitio (χώρος)
Αντώνυμα: - desocupado (ανενεργός) - vacío (άδειος) - inactivo (ανενεργός)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τις χρήσεις της λέξης "puesto" στην ισπανική γλώσσα, προσφέροντας μια πλήρη εικόνα για τη σημασία της σε διάφορους τομείς.