puesto - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

puesto (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "puesto" είναι ουσιαστικό και επίθετο στην ισπανική γλώσσα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /ˈpwesto/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "puesto" έχει διάφορες σημασίες ανάλογα με το συμφραζόμενο. Σε γενικές γραμμές, χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μια θέση ή τοποθέτηση. Η χρήση της μπορεί να εντοπιστεί σε διάφορους τομείς όπως η εργασία (θέση εργασίας), η γεωγραφία (τοποθεσία), και οι ανθρώπινες σχέσεις (κατάσταση). Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και η συχνότητα χρήσης της μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το συμφραζόμενο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Él tiene un puesto importante en la empresa.
  2. Αυτός έχει μια σημαντική θέση στην επιχείρηση.

  3. El puesto de la estación está a dos calles de aquí.

  4. Η τοποθεσία του σταθμού είναι δύο δρόμους μακριά από εδώ.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "puesto" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Poner las cartas sobre la mesa. (Poner un puesto claro)
  2. Με αυτόν τον τρόπο καθιστούμε σαφείς τις υποθέσεις μας.
  3. Μια σαφής έκθεση των γεγονότων είναι πάντα χρήσιμη.

  4. Estar en un buen puesto.

  5. Να είσαι σε μια καλή θέση.
  6. Είμαι σε μια καλή θέση στη δουλειά μου.

  7. No saber dónde tiene puesto.

  8. Να μην ξέρεις πού έχει τοποθετήσει κάτι.
  9. Δεν ήξερα πού το είχε βάλει.

  10. Ser un puesto clave en la organización.

  11. Να είναι μια κεντρική θέση στην οργάνωση.
  12. Αυτός είναι μια κεντρική μορφή για την προώθηση του σχεδίου.

  13. Estar puesto en un tema.

  14. Να είσαι ενημερωμένος σχετικά με ένα θέμα.
  15. Είναι πολύ ενημερωμένος για τα τρέχοντα ζητήματα.

Ετυμολογία

Η λέξη "puesto" προέρχεται από το ρήμα "poner", που σημαίνει "να τοποθετώ". Στη λατινική γλώσσα, η ρίζα "ponere" αναφέρεται στο να βάζεις ένα αντικείμενο ή να το τοποθετείς κάπου.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - posición (θέση) - ubicación (τοποθεσία) - sitio (χώρος)

Αντώνυμα: - desocupado (ανενεργός) - vacío (άδειος) - inactivo (ανενεργός)

Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν την έννοια και τις χρήσεις της λέξης "puesto" στην ισπανική γλώσσα, προσφέροντας μια πλήρη εικόνα για τη σημασία της σε διάφορους τομείς.



22-07-2024