Η λέξη "pugna" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/puɣ.na/
Η λέξη "pugna" αναφέρεται σε μια διαμάχη, μάχη ή σύγκρουση, που μπορεί να είναι φυσική ή μεταφορική. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει την αντίσταση σε ένα ζήτημα ή την αντεπίθεση σε κάποιο πρόβλημα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, ειδικά σε γραπτά κείμενα που ασχολούνται με νομικά, στρατιωτικά ή φιλοσοφικά θέματα, αλλά και σε κανονικό προφορικό λόγο.
Η μάχη μεταξύ των δύο φατριών διήρκεσε για χρόνια.
La pugna legal se resolvió en los tribunales.
Η λέξη "pugna" μπορεί να βρεθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, οι οποίες προσδιορίζουν καταστάσεις διαμάχης ή αγώνα:
Στη μάχη για την εξουσία, διαπράχθηκαν πολλές αδικίες.
Su pugna personal contra la adversidad es inspiradora.
Ο προσωπικός του αγώνας ενάντια στην adversity είναι εμπνευσμένος.
La pugna entre compañeros se intensificó durante el proyecto.
Η σύγκρουση μεταξύ συναδέλφων εντάθηκε κατά τη διάρκεια του έργου.
Hay una pugna constante por la atención del público.
Η λέξη "pugna" προέρχεται από τη λατινική λέξη "pugna", που σημαίνει "μάχη" ή "μάχομαι". Αυτή η ρίζα είναι επίσης σχετική με άλλες λατινικές λέξεις που σχετίζονται με τον αγώνα ή την πάλη.
Συνώνυμα: - lucha (αγώνας) - contienda (διαμάχη) - conflicto (σύγκρουση)
Αντώνυμα: - paz (ειρήνη) - armonía (αρμονία) - acuerdo (συμφωνία)