Ρήμα
/puɣˈnaɾ/
Η λέξη "pugnar" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να εκφράσει την έννοια της πάλης ή του αγώνα για κάτι, συνήθως μέσα σε πολιτικά ή κοινωνικά συμφραζόμενα. Χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτά και προφορικά κείμενα για να αναδείξει την αντίσταση ή την επιμονή σε προβλήματα ή ανησυχίες. Η συχνότητα χρήσης είναι αρκετά υψηλή σε πολιτικές συζητήσεις και θεσμικά κείμενα, αλλά μπορεί επίσης να εμφανιστεί σε πρότυπες συνομιλίες.
Los activistas pugnan por los derechos humanos.
Οι ακτιβιστές αγωνίζονται για τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Es importante pugnar por una educación de calidad.
Είναι σημαντικό να αγωνιζόμαστε για μια εκπαίδευση ποιότητας.
Η λέξη "pugnar" μπορεί να ενσωματωθεί σε διάφορες ιδιωματικές φράσεις που αναφέρονται σε αγώνες ή προσπάθειες:
Pugnar por la justicia.
Αγωνίζομαι για τη δικαιοσύνη.
Pugnar en tiempos difíciles.
Παλεύω σε δύσκολες εποχές.
Pugnar por cambios significativos.
Αγοράζομαι για σημαντικές αλλαγές.
Siempre hay que pugnar por lo que creemos.
Πάντα πρέπει να αγωνιζόμαστε για όσα πιστεύουμε.
Η λέξη "pugnar" προέρχεται από το λατινικό "pugnare", που σημαίνει "να πολεμώ". Η ρίζα σχετίζεται με την έννοια της μάχης και της πάλης.
Συνώνυμα: - Luchar (παλεύω) - Combatir (μάχομαι)
Αντώνυμα: - Rendirse (παραιτούμαι) - Ceder (υποχωρώ)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "pugnar" στην ισπανική γλώσσα.