Η λέξη "puja" είναι ένα ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [ˈpu.xa]
Στα Ισπανικά, η "puja" αναφέρεται σε μια τελετουργική πράξη λατρείας, συνήθως στο πλαίσιο των θρησκευτικών παραδόσεων, κυρίως του Ινδουισμού και του Βουδισμού. Συνήθως περιλαμβάνει τη διαδικασία προσφοράς αγαθών ή προσευχών σε θεότητες.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη "puja" χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτά κείμενα που σχετίζονται με θρησκευτικά ή πολιτιστικά θέματα και σπάνια στον προφορικό λόγο, εκτός από τις θρησκευτικές κοινότητες.
La puja se realiza cada mañana en el templo.
Η προσφορά γίνεται κάθε πρωί στον ναό.
Durante la puja, los devotos cantan mantras.
Κατά τη διάρκεια της προσφοράς, οι πιστοί τραγουδούν μάντρας.
Η λέξη "puja" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στα Ισπανικά, αλλά μπορεί να εμφανίζεται σε πλαίσια που σχετίζονται με τη λατρεία και τον πολιτισμό. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Hacer puja es una forma de conectarse con lo divino.
Η τελετή προσφοράς είναι ένας τρόπος να συνδεθούμε με το θεϊκό.
Las personas creen que la puja traerá buena fortuna.
Οι άνθρωποι πιστεύουν ότι η προσφορά θα φέρει καλή τύχη.
En algunas comunidades, la puja implica danzas y cantos.
Σε ορισμένες κοινότητες, η προσφορά περιλαμβάνει χορούς και τραγούδια.
La puja puede incluir ofrendas de flores y frutas.
Η τελετή προσφοράς μπορεί να περιλαμβάνει προσφορές λουλουδιών και φρούτων.
Se prepara un altar especial para la puja.
Ετοιμάζεται ένα ειδικό βωμός για την προσφορά.
Η λέξη "puja" προέρχεται από την σανσκριτική λέξη "pujā", που σημαίνει "λατρεία" ή "σεβασμός".
Συνώνυμα: - Devoción (αφοσίωση) - Ofrenda (προσφορά)
Αντώνυμα: - Desapego (αδιαφορία) - Desdén (περιφρόνηση)