Πρόκειται για ουσιαστικό.
[puˈxanθa]
Η λέξη "pujanza" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την έννοια της αυξημένης δύναμης, του ύψους ή της υποστήριξης. Μπορεί να αναφέρεται τόσο σε φυσικά όσο και σε μεταφορικά επίπεδα. Οι άνθρωποι χρησιμοποιούν αυτή τη λέξη σε γραπτό και προφορικό λόγο, αν και είναι πιο κοινή σε γραπτά κείμενα ή επίσημες συζητήσεις.
La pujanza de su argumento fue convincente.
(Η δύναμη του επιχειρήματός του ήταν πειστική.)
La pujanza de la economía nacional ha mejorado.
(Η ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας έχει βελτιωθεί.)
Se siente la pujanza de la nueva generación en la política.
(Αισθάνεται κανείς τη δύναμη της νέας γενιάς στην πολιτική.)
Η λέξη "pujanza" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που δείχνουν δύναμη ή υποστήριξη.
Con la pujanza de sus convicciones, logró cambiar la ley.
(Με τη δύναμη των πεποιθήσεών του, κατάφερε να αλλάξει τον νόμο.)
La pujanza del trabajo en equipo es esencial para el éxito.
(Η δύναμη της ομαδικής δουλειάς είναι ουσιώδης για την επιτυχία.)
La pujanza de la naturaleza se manifestó en la floreciente vegetación.
(Η δύναμη της φύσης εκδηλώθηκε στη ανθούσα βλάστηση.)
Su pujanza en la batalla le hizo un líder natural.
(Η δύναμή του στη μάχη τον έκανε φυσικό ηγέτη.)
Es importante mantener la pujanza en tiempos difíciles.
(Είναι σημαντικό να διατηρούμε τη δύναμη σε δύσκολες εποχές.)
Η λέξη "pujanza" προέρχεται από το ρήμα "pujar", το οποίο σημαίνει να ανεβαίνεις ή να προχωράς προς τα πάνω. Η ρίζα του βρίσκεται στη λατινική γλώσσα.
Συνώνυμα: - δύναμη - ενίσχυση - ανάπτυξη
Αντώνυμα: - αδυναμία - μείωση - παρακμή