Pulcritud είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pul.kɾiˈtud/
Η λέξη pulcritud αναφέρεται στην κατάσταση της καθαριότητας ή της επιμέλειας. Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι τακτοποιημένο, καθαρό και καλοσχηματισμένο. Συνήθως εντοπίζεται σε γραπτό κείμενο και έχει μέτρια συχνότητα χρήσης στον προφορικό λόγο.
La pulcritud de su hogar es impresionante.
(Η καθαριότητα του σπιτιού της είναι εντυπωσιακή.)
La pulcritud es fundamental en la presentación de trabajos.
(Η επιμέλεια είναι θεμελιώδης στην παρουσίαση εργασιών.)
Aprecio mucho la pulcritud en su forma de trabajar.
(Εκτιμώ πολύ την επιμέλεια στον τρόπο που εργάζεται.)
Η λέξη pulcritud δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες φράσεις που αναφέρονται στην καθαριότητα και την επιμέλεια:
Vivir en pulcritud es una señal de respeto hacia uno mismo.
(Το να ζεις σε καθαριότητα είναι ένα σημάδι σεβασμού προς τον εαυτό σου.)
La pulcritud en el trabajo refleja la calidad del profesional.
(Η επιμέλεια στη δουλειά αντικατοπτρίζει την ποιότητα του επαγγελματία.)
Mantener la pulcritud en el hogar es vital para la salud.
(Η διατήρηση της καθαριότητας στο σπίτι είναι ζωτικής σημασίας για την υγεία.)
Η λέξη pulcritud προέρχεται από το λατινικό pulcritudo, που σημαίνει "ομορφιά" ή "καθαριότητα", το οποίο πάλι προέρχεται από το ρήμα pulcher, που σημαίνει "όμορφος".
Συνώνυμα: - Limpieza (καθαριότητα) - Orden (τάξη) - Pulcritud (επιμέλεια)
Αντώνυμα: - Suciedad (βρωμιά) - Desorden (αταξία) - Negligencia (αμέλεια)