Pulcro είναι επίθετο.
/pul.kɾo/
Η λέξη pulcro χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι καθαρό, τακτικό ή σε καλή κατάσταση. Είναι μια λέξη που μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, αν και είναι πιο συνηθισμένη σε περιγραφικές ή επίσημες εκφράσεις.
Το σπίτι είναι πολύ καθαρό.
Me gusta llevar la ropa pulcra.
Μου αρέσει να φοράω περιποιημένα ρούχα.
Su presentación fue pulcra y bien estructurada.
Η λέξη pulcro δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδεθεί με κάποιες εκφράσεις που αφορούν την καθαριότητα και την τακτοποίηση.
Αυτή η φράση αναφέρεται σε κάποιον που σκέφτεται οργανωμένα και καθαρά.
Pulcro como un pin.
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι πάντα περιποιημένος.
Mantener todo pulcro.
Η λέξη pulcro προέρχεται από το λατινικό "pulsus," που σημαίνει καθαρός ή περιποιημένος.
Συνώνυμα: - limpio (καθαρός) - ordenado (τακτικός) - cuidado (περιποιημένος)
Αντώνυμα: - sucio (βρώμικος) - desordenado (ανάκατος) - descuidado (απεριποίητος)