Pulmonar είναι ένα επίθετο.
/pul.moˈnaɾ/
Η λέξη pulmonar αναφέρεται σε οτιδήποτε σχετίζεται με τους πνεύμονες. Χρησιμοποιείται συχνά σε ιατρικά πλαίσια για να περιγράψει καταστάσεις, παθήσεις ή διαδικασίες που αφορούν τους πνεύμονες. Έχει αρκετή συχνότητα χρήσης, κυρίως σε γραπτό κείμενο, όπως σε ιατρικές αναφορές και δημοσιεύσεις, αλλά χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως από επιστήμονες και επαγγελματίες της υγείας.
La insuficiencia respiratoria es un problema pulmonar grave.
(Η αναπνευστική ανεπάρκεια είναι ένα σοβαρό πνευμονικό πρόβλημα.)
El doctor me recomendó hacerme pruebas pulmonares.
(Ο γιατρός μου συνέστησε να κάνω πνευμονικές εξετάσεις.)
Las enfermedades pulmonares son comunes en fumadores.
(Οι πνευμονικές ασθένειες είναι κοινές στους καπνιστές.)
Η λέξη pulmonar μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως στον ιατρικό τομέα.
Enfermedad pulmonar obstructiva crónica (EPOC) es una condición difícil de manejar.
(Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (COPD) είναι μια δύσκολη κατάσταση να διαχειριστείς.)
Es vital cuidar la salud pulmonar especialmente durante la pandemia.
(Είναι ζωτικής σημασίας να φροντίζουμε την πνευμονική υγεία, ειδικά κατά τη διάρκεια της πανδημίας.)
Los especialistas en salud pulmonar están capacitados para diagnosticar asma.
(Οι ειδικοί στην πνευμονική υγεία είναι καταρτισμένοι να διαγιγνώσκουν το άσθμα.)
Η λέξη pulmonar προέρχεται από τη λατινική λέξη pulmonaris, η οποία συνδέεται με το «pulmo», που σημαίνει «πνεύμονας».
Συνώνυμα: - πνευμονικός - αναπνευστικός
Αντώνυμα: - δεν υπάρχουν ακριβή αντώνυμα, αλλά μπορεί να θεωρηθούν οι λέξεις που αναφέρονται σε άλλες περιοχές του σώματος, όπως καρδιοαγγειακός (cardiovascular).