Η λέξη "pulsador" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή: [puls̪aˈðoɾ]
Η λέξη "pulsador" χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα μηχανισμό ή μία διάταξη που ενεργοποιείται με πίεση ή πατώντας, όπως ένα κουμπί ή διακόπτης. Στη γλώσσα των υπολογιστών, μπορεί να αναφέρεται σε ένα "κουμπί" σε μια οθόνη αφής ή σε μια συσκευή.
Συχνότητα χρήσης: Η λέξη χρησιμοποιείται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως στον τομέα της τεχνολογίας και της ιατρικής, αλλά και σε γενικές συζητήσεις σχετικά με συσκευές που απαιτούν χειρισμό.
Το κουμπί της λάμπας είναι σπασμένο.
Necesito un pulsador para encender el motor.
Χρειάζομαι ένα κουμπί για να ανάψω τον κινητήρα.
El pulsador del ascensor funciona correctamente.
Η λέξη "pulsador" χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε άρθρα ή φράσεις σε σύγκριση με άλλες λέξεις. Ακολουθούν ορισμένες παραδείγματα:
Να έχεις το κουμπί πατημένο. (Να αισθάνεσαι πίεση ή άγχος.)
Pulsar el pulsador.
Να πατήσεις το κουμπί. (Να δράσεις ή να ενεργήσεις ένα σχέδιο.)
El pulsador de la vida.
Η λέξη "pulsador" προέρχεται από το ρήμα "pulsar", το οποίο σημαίνει "να πιέζεις" ή "να χτυπάς". Η κατάληξη "-dor" υποδεικνύει το εργαλείο ή το αντικείμενο που εκτελεί την ενέργεια.
Συνώνυμα: - botón (κουμπί) - interruptor (διακόπτης)
Αντώνυμα: - desactivar (απενεργοποίηση) - liberar (απελευθερώσετε)