Το "pulsar" είναι ουσιαστικό.
/pulˈsar/
Η λέξη "pulsar" στην ισπανική γλώσσα αναφέρεται κυρίως σε έναν ιατρικό όρο που σχετίζεται με τη μέτρηση των παλμών και της καρδιάς. Χρησιμοποιείται συχνά στη ιατρική για να περιγράψει τη διαδικασία με την οποία οι ιατροί ελέγχουν την καρδιά και τη γενική υγεία ενός ατόμου.
Η συχνότητα χρήσης είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον ιατρικό τομέα, ενώ είναι λιγότερο συχνή στον προφορικό λόγο αλλά ενδέχεται να ακούγεται σε ιατρικά συμφραζόμενα.
El médico tomó el pulsar del paciente.
(Ο γιατρός μέτρησε τον παλμό του ασθενούς.)
Es importante saber cómo tomar el pulsar correctamente.
(Είναι σημαντικό να ξέρουμε πώς να μετράμε τον παλμό σωστά.)
Η λέξη "pulsar" χρησιμοποιείται σπάνια σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλους όρους για να δημιουργήσει εκφράσεις που σχετίζονται με την ιατρική ή την υγεία.
Tomar el pulsar de una situación significa comprender su ritmo.
(Η μέτρηση του παλμού μιας κατάστασης σημαίνει να κατανοείς τον ρυθμό της.)
La salud mental también tiene su pulsar, hay que prestarle atención.
(Η ψυχική υγεία έχει επίσης τον παλμό της, πρέπει να της δίνουμε προσοχή.)
Es vital mantener el pulsar de la actividad física regulado.
(Είναι ζωτικής σημασίας να διατηρούμε τον παλμό της σωματικής δραστηριότητας κανονισμένο.)
Η λέξη "pulsar" προέρχεται από το λατινικό "pulsare", που σημαίνει "να σπρώχνω" ή "να χτυπώ".
Συνώνυμα: - Palpitar (να χτυπά) - Latir (να παλλόμενο)
Αντώνυμα: - Detener (να σταματήσω) - Inmovilizar (να ακινητοποιήσω)