Το "pulsera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "pulsera" είναι [pulˈse.ɾa].
Η λέξη "pulsera" μεταφράζεται στα Ελληνικά ως "βραχιόλι".
Η λέξη "pulsera" αναφέρεται σε ένα κόσμημα που φοριέται στον καρπό, συνήθως κατασκευασμένο από διαφορετικά υλικά όπως μέταλλο, δέρμα, ύφασμα ή πλαστικό. Αποτελεί δημοφιλές αξεσουάρ μόδας και μπορεί να έχει διάφορες μορφές και στυλ. Η χρήση της είναι συχνή τόσο σε προφορικό όσο και σε γραπτό λόγο, κυρίως σε συζητήσεις που αφορούν μόδα και κοσμήματα.
Quiero comprar una pulsera nueva para mi madre.
Θέλω να αγοράσω ένα νέο βραχιόλι για τη μητέρα μου.
La pulsera que llevas es muy bonita.
Το βραχιόλι που φοράς είναι πολύ όμορφο.
Η λέξη "pulsera" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες idiomatic expressions, κυρίως σε σχέση με μόδα και συμπεριφορά. Εδώ είναι μερικές ιδιωματικές προτάσεις:
Siempre llevo una pulsera que me recuerda a mis amigos.
Πάντα φοράω ένα βραχιόλι που μου θυμίζει τους φίλους μου.
Esta pulsera es un símbolo de nuestra amistad.
Αυτό το βραχιόλι είναι ένα σύμβολο της φιλίας μας.
Cada vez que veo mi pulsera, me acuerdo de mis vacaciones.
Κάθε φορά που βλέπω το βραχιόλι μου, θυμάμαι τις διακοπές μου.
Η λέξη "pulsera" προέρχεται από την ισπανική "pulso", που σημαίνει "παλμός", υποδηλώνοντας ότι το βραχιόλι φοράει κάποιος γύρω από τον καρπό, κοντά στην αρτηρία.
Συνώνυμα: - Brazalete (βραχιόλι, συνήθως μεγαλύτερο και πιο στιβαρό) - Ornamento (κόσμημα)
Αντώνυμα: - Desnudez (γύμνια, χωρίς κόσμημα ή αξεσουάρ) - Simplicidad (απλότητα, χωρίς φανταχτερά αξεσουάρ)