Ρήμα
/pulβeɾiˈθaɹ/
Η λέξη "pulverizar" σημαίνει κυρίως "να θρυμματίζω" ή "να ψεκάζω". Χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη διαδικασία διασκορπισμού ενός υλικού σε πολύ λεπτά σωματίδια ή σταγονίδια, όπως η επεξεργασία σκόνης ή η εφαρμογή σε μορφή aerosol. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά μπορεί να χρησιμοποιείται και στον προφορικό λόγο όταν αναφερόμαστε σε συγκεκριμένες διαδικασίες.
El técnico va a pulverizar el medicamento en el aire.
(Ο τεχνικός θα ψεκάσει το φάρμακο στον αέρα.)
Es importante pulverizar los insecticidas de manera adecuada.
(Είναι σημαντικό να ψεκάσετε τα εντομοκτόνα σωστά.)
El chef decidió pulverizar las especias antes de añadirlas a la receta.
(Ο σεφ αποφάσισε να θρυμματίσει τα μπαχαρικά πριν τα προσθέσει στη συνταγή.)
Η λέξη "pulverizar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι εξαιρετικά κοινές. Ωστόσο, μερικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της καταστροφής ή κατακερματισμού περιλαμβάνουν:
Pulverizar la competencia.
(Να καταστρέψετε τον ανταγωνισμό.)
Pulverizar un mito.
(Να διαλύσετε έναν μύθο.)
Pulverizar los sueños.
(Να καταστρέψετε τα όνειρα.)
Pulverizar obstáculos.
(Να ξεπεράσετε τα εμπόδια.)
Pulverizar todo a su paso.
(Να τα διαλύει όλα στο πέρασμά του.)
Η λέξη "pulverizar" προέρχεται από το ισπανικό ουσιαστικό "pulver" που σημαίνει "σκόνη". Η ρίζα "pulv-" σχετίζεται με τη σκόνη και την λεπτοκρυσταλλική μορφή των υλικών.
Συνώνυμα: - Triturar (θρυμματίζω) - Desintegrar (διαλύω)
Αντώνυμα: - Unir (ενώνω) - Consolidar (σταθεροποιώ)