Η λέξη "puna" είναι ένα ουσιαστικό.
/ˈpuna/
Η λέξη "puna" αναφέρεται σε μια τύπο ιδιόμορφης περιοχή, συνήθως σε ψηλά υψόμετρα, που βρίσκεται κυρίως στις Ανδεις της Νότιας Αμερικής. Οι περιοχές αυτές είναι χαρακτηριστικές για τις ψυχρές θερμοκρασίες, τα λιβάδια και την ειδική χλωρίδα και πανίδα τους. Χρησιμοποιείται κυρίως στις συζητήσεις γύρω από τη γεωγραφία και τη βιολογία στην περιοχή της Νότιας Αμερικής και είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο.
"La puna es un ecosistema único en los Andes."
(Η πούνα είναι ένα μοναδικό οικοσύστημα στις Άνδεις.)
"Las comunidades indígenas viven en la puna altiplánica."
(Οι ιθαγενείς κοινότητες ζουν στην ψηλή πούνα.)
Η λέξη "puna" δεν είναι συνήθως μέρος διαδεδομένων ιδιωματικών φράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες γεωγραφικές ή πολιτιστικές αναφορές.
"La fauna de la puna es muy diversa."
(Η πανίδα της πούνας είναι πολύ ποικιλόμορφη.)
"En la puna, se pueden encontrar llamas y vicuñas."
(Στην πούνα, μπορεί κανείς να βρει λάμα και βικούνια.)
"Las lluvias en la puna son escasas."
(Οι βροχές στην πούνα είναι σπάνιες.)
Η λέξη "puna" προέρχεται από τη γλώσσα Κέτσουα, μία από τις ιθαγενείς γλώσσες της Νότιας Αμερικής. Σημαίνει "χωρίς δέντρα" ή “ανοιχτό λιβάδι.”
Meseta (πεδιάδα)
Αντώνυμα: