Η λέξη "punible" είναι επίθετο.
/puˈni.βle/
Η λέξη "punible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που μπορεί να τιμωρηθεί ή που υπόκειται σε ποινική ευθύνη. Είναι μια νομική ορολογία και χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα του δικαίου, για να αναφερθεί σε αδικήματα ή παραβάσεις που μπορεί να έχουν νομικές συνέπειες.
Η συχνότητα χρήσης της συγκεκριμένης λέξης είναι πιο συχνή στο γραπτό πλαίσιο, όπως στις νομικές κείμενα και στα δικαστικά έγγραφα, παρά στον προφορικό λόγο.
El robo es un delito punible por la ley.
(Η κλοπή είναι ένα ποινικά επιλήψιμο αδίκημα σύμφωνα με τον νόμο.)
Las faltas administrativas también pueden ser punibles.
(Οι διοικητικές παραβάσεις μπορεί επίσης να είναι επιλήψιμες.)
Η λέξη "punible" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει φράσεις που σχετίζονται με νομικές συζητήσεις.
Acto punible – Αυτή η φράση αναφέρεται σε μια πράξη που μπορεί να τιμωρηθεί.
(Για παράδειγμα: "El uso de documentos falsos es un acto punible." - Η χρήση ψευδών εγγράφων είναι μια ποινικά επιλήψιμη πράξη.)
Consecuencia punible – Αυτό αναφέρεται στην ποινική συνέπεια μιας πράξης.
(Για παράδειγμα: "Las consecuencias punibles de la corrupción son severas." - Οι ποινικές συνέπειες της διαφθοράς είναι αυστηρές.)
Η λέξη "punible" προέρχεται από το λατινικό "punibilis", που σημαίνει "αυτό που μπορεί να τιμωρηθεί".