Η λέξη "punta" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική της μεταγραφή με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈpun.ta/
Η λέξη "punta" σημαίνει κυρίως "άκρη" ή "κορυφή" και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες καταστάσεις στην ισπανική γλώσσα. Είναι μια συχνά χρησιμοποιούμενη λέξη, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La punta de la montaña es nevada.
Η κορυφή του βουνού είναι χιονισμένη.
Necesito una punta afilada para escribir.
Χρειάζομαι μια κοφτερή μύτη για να γράψω.
La punta de mi lápiz se rompió.
Η άκρη του μολυβιού μου έσπασε.
Η λέξη "punta" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις στα Ισπανικά:
Estar a la punta de la moda.
(Να είσαι στην αιχμή της μόδας.)
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάποιος είναι ενημερωμένος σχετικά με τις τελευταίες τάσεις και στυλ.
Sacar la punta.
(Να αποκαλύψεις τα καλύτερα ή πιο ενδιαφέροντα στοιχεία.)
Χρησιμοποιείται όταν κάποιος αποκαλύπτει τα πιο σημαντικά ή εντυπωσιακά σημεία σε μία συζήτηση.
Punta de lanza.
(Ακροβασία ή πρωτοπορία.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που είναι ο πρώτος που επιφέρει αλλαγές ή καινοτομίες.
Η λέξη "punta" προέρχεται από τη λατινική λέξη "puncta", που σημαίνει "σημείο" ή "άκρη".
Συνώνυμα: - "cima" (κορυφή) - "extremo" (άκρο) - "pico" (κορυφή)
Αντώνυμα: - "base" (βάση) - "fondo" (πάτος)
Αυτή η ανάλυση παρέχει αναλυτικές πληροφορίες για την λέξη "punta" και την χρήση της στην ισπανική γλώσσα.