Η λέξη "puntera" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/punˈteɾa/
Η λέξη "puntera" χρησιμοποιείται κυρίως για να δηλώσει την άκρη ή το ανώτερο μέρος κάποιου αντικειμένου, όπως ένα παπούτσι ή ένα εργαλείο. Στη γλώσσα των παπουτσιών, η "puntera" αναφέρεται στο μπροστινό μέρος του παπουτσιού που καλύπτει τα δάχτυλα. Χρησιμοποιείται συχνά και στην περιγραφή διαφόρων αντικειμένων ή εργαλείων που έχουν μια τελείως καθορισμένη άκρη ή μύτη.
Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να συναντάται περισσότερο σε τεχνικά ή εμπορικά συμφραζόμενα.
La puntera de mis zapatos está desgastada.
(Η καστάνια των παπουτσιών μου είναι φθαρμένη.)
Necesito una puntera más resistente para el taladro.
(Χρειάζομαι μια πιο ανθεκτική μύτη για το τρυπάνι.)
Η λέξη "puntera" χρησιμοποιείται σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως:
Estar en la puntera
"El equipo está en la puntera de la liga."
(Η ομάδα είναι στην κορυφή της βαθμολογίας.)
Puntera de lanza
"La puntera de lanza de la innovación tecnológica son las startups."
(Η μύτη της καινοτομίας στην τεχνολογία είναι οι startups.)
En la puntera del grupo
"Siempre está en la puntera del grupo, liderando con buenas ideas."
(Πάντα είναι στην κορυφή της ομάδας, ηγούμενος με καλές ιδέες.)
Puntera de la moda
"Esa marca es la puntera de la moda actual."
(Αυτή η μάρκα είναι η κορυφή της τρέχουσας μόδας.)
Η λέξη "puntera" προέρχεται από το ρήμα "punter" που σημαίνει "δείχνω" ή "σημαδεύω" και σχετίζεται με την έννοια του να δείχνουμε ή να έχουμε μια άκρη.
punta (άκρη)
Αντώνυμα:
Με αυτές τις πληροφορίες, η λέξη "puntera" μπορεί να κατανοηθεί καλύτερα, καθώς και η σημασία της στην καθημερινή γλώσσα και σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα.