Η λέξη "puntero" είναι ουσιαστικό.
/punˈteɾo/
Η λέξη "puntero" χρησιμοποιείται σε διάφορες εφαρμογές. Σημαίνει κυριολεκτικά "δείκτης" και μπορεί να αναφέρεται σε: - Δείκτη σε ένα πρόγραμμα υπολογιστή, όπως ο δείκτης του ποντικιού. - Οποιοδήποτε αντικείμενο ή άτομο που καθοδηγεί ή σηματοδοτεί κάτι. - Στα στρατιωτικά, μπορεί να αναφέρεται σε έναν επικεφαλής ή οδηγό μονάδας.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
El puntero del ratón se mueve rápido.
(Ο δείκτης του ποντικιού κινείται γρήγορα.)
El puntero en el mapa indica nuestra ubicación.
(Ο δείκτης στον χάρτη υποδεικνύει τη θέση μας.)
Él es el puntero del equipo de baloncesto.
(Αυτός είναι ο επικεφαλής της ομάδας μπάσκετ.)
Η λέξη "puntero" χρησιμοποιείται επίσης σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Ser puntero en algo.
(Να είσαι επικεφαλής σε κάτι.)
Ejemplo: Ella siempre ha sido puntera en sus estudios.
(Αυτή πάντα ήταν επικεφαλής στις σπουδές της.)
Puntero de la carrera.
(Ο πρώτος της κούρσας.)
Ejemplo: El puntero de la carrera llegó a la meta en primer lugar.
(Ο πρώτος της κούρσας έφτασε στον τερματισμό πρώτος.)
Puntero y controlador.
(Δείκτης και ελεγκτής.)
Ejemplo: El puntero y controlador de la empresa toma decisiones difíciles.
(Ο δείκτης και ελεγκτής της επιχείρησης παίρνει δύσκολες αποφάσεις.)
Η λέξη "puntero" προέρχεται από το ρήμα "punter" που σημαίνει "να δείχνει" ή "να σημειώνει".
Συνώνυμα: - indicador (δείκτης) - guía (οδηγός)
Αντώνυμα: - ocultador (κρυφός, που κρύβει) - desorientador (αποδιοργανωτής)