Το "punto" είναι ουσιαστικό.
/pun.to/
Η λέξη "punto" χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε ένα σημείο ή μια θέση στο χώρο ή σε μια γραμμή. Μπορεί να δηλώνει επίσης μια μονάδα μέτρησης (π.χ., σε παιχνίδια ή αθλήματα). Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Το σημείο στον χάρτη δείχνει την τοποθεσία μας.
Necesitamos llegar a un punto en nuestra conversación.
Είμαι έτοιμος να βγω από το σπίτι.
Dejar a alguien en el punto: Σημαίνει "να αφήσεις κάποιον σε αβεβαιότητα".
Μη με αφήνεις σε αβεβαιότητα, πες μου τι σκέφτεσαι.
Punto de vista: Σημαίνει "οπτική γωνία".
Από την οπτική του γωνία, το πρόβλημα είναι διαφορετικό.
Estar en el punto de mira: Σημαίνει "να είσαι στο στόχαστρο".
Η λέξη "punto" προέρχεται από το λατινικό "punctum", που σημαίνει "κουκίδα" ή "σημείο".
Συνώνυμα - Marca - Señal - Cota
Αντώνυμα - Línea (γραμμή) - Extensión (εκτείνεση)