Η λέξη "puntual" είναι επίθετο.
/punˈtwal/
Η λέξη "puntual" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που τηρεί τις χρόνους ή τις προθεσμίες με συνέπεια. Στη γλώσσα Ισπανικά, είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται συχνά και χαρακτηρίζει ανθρώπους ή γεγονότα που είναι ακριβή ή δεν αργούν.
Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, και χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αλλά και προφορικά, κυρίως σε επαγγελματικά ή κοινωνικά περιβάλλοντα σύνθετης φύσης.
Él siempre es puntual a sus reuniones.
(Αυτός είναι πάντα συνεπής στις συναντήσεις του.)
La puntualidad es muy valorada en el trabajo.
(Η ακριβή τήρηση του χρόνου εκτιμάται πολύ στη δουλειά.)
Si quieres ir al cine, tienes que ser puntual.
(Αν θέλεις να πας σινεμά, πρέπει να είσαι συνεπής.)
Η λέξη "puntual" δεν έχει ανάπτυξη σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά χρησιμοποιείται σε προτάσεις που περιγράφουν τη σημασία της συνέπειας:
Ser puntual como un reloj.
(Να είσαι συνεπής όπως ένα ρολόι.)
La puntualidad es la cortesía de los reyes.
(Η ακριβής τήρηση του χρόνου είναι η ευγένεια των βασιλιάδων.)
Esto no es una cita puntual, es una reunión informal.
(Αυτή δεν είναι μια ακριβής συνάντηση, είναι μια ανεπίσημη συνάντηση.)
¿Por qué llegaste tarde? La puntualidad es importante.
(Γιατί άργησες; Η συνέπεια είναι σημαντική.)
Η λέξη "puntual" προέρχεται από το λατινικό "punctualis," που σημαίνει "ακριβής" ή "συγκεκριμένος". Στην Ισπανία, η λέξη έχει διατηρήσει την ίδια βάση σημασίας που σχετίζεται με την ακρίβεια.
Συνώνυμα: - Exacto (ακριβής) - Preciso (ακριβής) - Confiable (αξιόπιστος)
Αντώνυμα: - Impuntual (άσχετος, αναξιόπιστος) - Tardío (καθυστερημένος) - Irregular (μη κανονικός)