Η λέξη "puntualidad" είναι ουσιαστικό.
/puntʊaliˈðað/
Η λέξη "puntualidad" αναφέρεται στην ποιότητα της συνέπειας στην ώρα, δηλαδή την ικανότητα κάποιου να είναι ακριβής και να τηρεί τις καθορισμένες ώρες για ραντεβού, συναντήσεις ή άλλες υποχρεώσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε κοινωνικές, επαγγελματικές ή ακαδημαϊκές καταστάσεις.
Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς αφορά ένα σημαντικό κοινωνικό χαρακτηριστικό.
Η συνέπεια είναι θεμελιώδης στον επαγγελματικό κόσμο.
La puntualidad de Juan es admirada por todos.
Η ακρίβεια του Juan θαυμάζεται από όλους.
Necesitamos mejorar la puntualidad en nuestras reuniones.
Η λέξη "puntualidad" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στα ισπανικά.
Η συνέπεια πάνω από όλα.
Más vale tarde que nunca, pero la puntualidad es mejor.
Καλύτερα αργά παρά ποτέ, αλλά η ακρίβεια είναι καλύτερη.
La puntualidad define el carácter de una persona.
Η συνέπεια καθορίζει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.
En el mundo de los negocios, la puntualidad es un signo de respeto.
Η λέξη "puntualidad" προέρχεται από το λατινικό "punctualis", το οποίο σημαίνει "ακριβής", και συνδυάζεται με το "-idad", που είναι ένα επίθημα που σχηματίζει ουσιαστικά που υποδηλώνουν κατάσταση ή ποιότητα.
Συνώνυμα: - exactitud (ακρίβεια) - cumplimiento (τηρητικότητα)
Αντώνυμα: - impuntualidad (ασυνέπεια) - tardanza (καθυστέρηση)