Το "puntualizar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "puntualizar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /pun.twa.liˈθaɾ/ (ή /pun.tʃwa.liˈzaɾ/ στην Λατινική Αμερική)
Η λέξη "puntualizar" χρησιμοποιείται στη ισπανική γλώσσα για να δηλώσει την πράξη της διευκρίνισης ενός σημείου ή ιδέας. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά ή ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά μπορεί να συναντηθεί και σε προφορικές συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι ικανοποιητική σε γραπτά κείμενα και έγγραφα.
Es importante puntualizar las reglas del contrato.
(Είναι σημαντικό να διευκρινίσουμε τους κανόνες της σύμβασης.)
Voy a puntualizar un par de aspectos en nuestra reunión.
(Θα διευκρινίσω μερικές πτυχές στην συνάντησή μας.)
Debemos puntualizar que este acuerdo no es vinculante.
(Πρέπει να αποσαφηνίσουμε ότι αυτή η συμφωνία δεν είναι υποχρεωτική.)
Η λέξη "puntualizar" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Es necesario puntualizar un tema que ha causado confusión."
(Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε ένα θέμα που έχει προκαλέσει σύγχυση.)
Puntualizar la importancia.
(Να τονίσουμε τη σημασία.)
"Quiero puntualizar la importancia de la colaboración en este proyecto."
(Θέλω να τονίσω τη σημασία της συνεργασίας σε αυτό το έργο.)
Puntualizar detalles.
(Να διευκρινίσουμε λεπτομέρειες.)
"Vamos a puntualizar detalles antes de firmar el acuerdo."
(Θα διευκρινίσουμε λεπτομέρειες πριν υπογράψουμε τη συμφωνία.)
Puntualizar un punto de vista.
(Να αποσαφηνίσουμε ένα σημείο άποψης.)
Η λέξη "puntualizar" προέρχεται από το "puntual", που σημαίνει "ακριβής" ή "φημισμένος" και τον συνδυασμό του με το επίθημα "-izar", που χρησιμοποιείται για να δημιουργήσει ρήματα που σημαίνουν "να κάνουν" κάτι σχετικό με τη ρίζα λέξη.
Συνώνυμα: - aclarar (να διευκρινίσει) - especificar (να καθορίσει) - destacar (να τονίσει)
Αντώνυμα: - confundir (να συγχύσει) - oscurecer (να σκοτεινιάσει) - omitir (να παραλείψει)
Αυτές οι πληροφορίες αναδεικνύουν τη χρήση και τη σημασία της λέξης "puntualizar" στη γλώσσα Ισπανικά.