Η λέξη "punzada" είναι ουσιαστικό (sustantivo) θηλυκού γένους.
/funˈθaða/
Η λέξη "punzada" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα ξαφνικό ή έντονο τσίμπημα, συνήθως σχετιζόμενο με πόνο ή δυσάρεστη αίσθηση. Στην ιατρική γλώσσα, συχνά αναφέρεται σε ένα είδος πόνου που μπορεί να σχετίζεται με διάφορες καταστάσεις υγείας.
Η χρησιμότητά της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά ή καθημερινά πλαίσια όπου αναφέρονται ψυχοσωματικά συμπτώματα.
Νιώθω ένα τσίμπημα στο στήθος.
La punzada de dolor me despertó.
Το τσίμπημα του πόνου με ξύπνησε.
Ella describió la punzada como una molestia intensa.
Η λέξη "punzada" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να περιγράψει συναισθήματα ή φυσικές καταστάσεις.
Να νιώθεις ένα τσίμπημα ζήλιας.
Experimentar una punzada de nostalgia.
Να βιώνεις ένα τσίμπημα νοσταλγίας.
Tener una punzada de tristeza.
Να έχεις ένα τσίμπημα λύπης.
Recibir una punzada de alegría.
Να λαμβάνεις ένα τσίμπημα χαράς.
Sentir una punzada de ansiedad.
Η λέξη "punzada" προέρχεται από το ρήμα "punzar", το οποίο σημαίνει "να τρυπάω" ή "να σφίγγω". Η κατάληξη "-ada" υποδηλώνει τη δράση ή το αποτέλεσμα του ρήματος.