punzada - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

punzada (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "punzada" είναι ουσιαστικό (sustantivo) θηλυκού γένους.

Φωνητική μετα transcription

/funˈθaða/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "punzada" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει ένα ξαφνικό ή έντονο τσίμπημα, συνήθως σχετιζόμενο με πόνο ή δυσάρεστη αίσθηση. Στην ιατρική γλώσσα, συχνά αναφέρεται σε ένα είδος πόνου που μπορεί να σχετίζεται με διάφορες καταστάσεις υγείας.

Η χρησιμότητά της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, κυρίως σε ιατρικά ή καθημερινά πλαίσια όπου αναφέρονται ψυχοσωματικά συμπτώματα.

Παραδείγματα:

  1. Siento una punzada en el pecho.
  2. Νιώθω ένα τσίμπημα στο στήθος.

  3. La punzada de dolor me despertó.

  4. Το τσίμπημα του πόνου με ξύπνησε.

  5. Ella describió la punzada como una molestia intensa.

  6. Αυτή περιέγραψε το τσίμπημα ως μια έντονη ενόχληση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "punzada" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να περιγράψει συναισθήματα ή φυσικές καταστάσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις:

  1. Sentir una punzada de celos.
  2. Να νιώθεις ένα τσίμπημα ζήλιας.

  3. Experimentar una punzada de nostalgia.

  4. Να βιώνεις ένα τσίμπημα νοσταλγίας.

  5. Tener una punzada de tristeza.

  6. Να έχεις ένα τσίμπημα λύπης.

  7. Recibir una punzada de alegría.

  8. Να λαμβάνεις ένα τσίμπημα χαράς.

  9. Sentir una punzada de ansiedad.

  10. Να νιώθεις ένα τσίμπημα άγχους.

Ετυμολογία

Η λέξη "punzada" προέρχεται από το ρήμα "punzar", το οποίο σημαίνει "να τρυπάω" ή "να σφίγγω". Η κατάληξη "-ada" υποδηλώνει τη δράση ή το αποτέλεσμα του ρήματος.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα:

Αντώνυμα:



22-07-2024