Το "punzar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "punzar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι /punˈθar/.
Η λέξη "punzar" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως "στιγμή", "σπρώχνω", ή "μαχαιρώνω", ανάλογα με το συμφραζόμενο.
Το "punzar" σημαίνει γενικά να τρυπάς ή να προκαλείς πόνο με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο. Χρησιμοποιείται συχνά σε καθημερινές συζητήσεις και έχει μια πιο συγκεκριμένη σημασία σε ιατρικά ή φυσικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης του είναι μέτρια, με προτίμηση στην προφορική γλώσσα λόγω της απλότητάς του.
Español: No debes punzar la herida, eso puede causar infección.
Ελληνικά: Δεν πρέπει να τρυπάς την πληγή, αυτό μπορεί να προκαλέσει μόλυνση.
Español: Ella va a punzar la bolsa para sacar el aire.
Ελληνικά: Αυτή θα τρυπήσει την τσάντα για να βγάλει τον αέρα.
Το "punzar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ενδιαφέροντα ιδιωματικά εκφραστικά σχήματα, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε ορισμένες φράσεις ή περιφράσεις που αναφέρονται στον πόνο ή σε τρυπήματα.
Español: Me punza el corazón cuando pienso en lo que pasó.
Ελληνικά: Με τρυπάει η καρδιά όταν σκέφτομαι τι συνέβη.
Español: El recuerdo de su partida punza mi alma.
Ελληνικά: Η ανάμνηση της αποχώρησής του τρυπά τη ψυχή μου.
Español: Hacer ejercicio a veces punza los músculos.
Ελληνικά: Η άσκηση μερικές φορές τρυπά τους μύες.
Η λέξη "punzar" προέρχεται από το λατινικό "punctiare," που σημαίνει "τρυπώνω" ή "σπρώχνω".
Συνώνυμα: - "Puntar" (να τρυπήσω) - "Picar" (να τσιμπήσω)
Αντώνυμα: - "Cubrir" (να καλύψω) - "Sellar" (να σφραγίσω)
Αυτές οι πληροφορίες θα σας βοηθήσουν να κατανοήσετε καλύτερα τη χρήση και την έννοια της λέξης "punzar" στην ισπανική γλώσσα.