pupilaje - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

pupilaje (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

"pupilaje" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/pupiˈlaxe/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "pupilaje" αναφέρεται σε μια διαδικασία ή κατάσταση στην οποία κάποιος είναι μαθητής ή εκπαιδευόμενος, συνήθως σε κάποιο είδος επαγγελματικής ή ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή εκπαιδευτικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, καθώς σχετίζεται με ειδικές διαδικασίες και κανονισμούς.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. "El pupilaje es fundamental para el desarrollo profesional de los jóvenes."
  2. "Η μαθητεία είναι θεμελιώδης για την επαγγελματική ανάπτυξη των νέων."

  3. "Los estudiantes que están en pupilaje tienen la oportunidad de aprender en la práctica."

  4. "Οι μαθητές που βρίσκονται σε μαθητεία έχουν την ευκαιρία να μάθουν στην πράξη."

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "pupilaje" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα εκπαιδευτικής φύσης.

  1. "El proceso de pupilaje es una puerta hacia nuevas oportunidades laborales."
  2. "Η διαδικασία μαθητείας είναι μια πόρτα προς νέες επαγγελματικές ευκαιρίες."

  3. "Durante el pupilaje, los alumnos deben demostrar sus habilidades prácticas."

  4. "Κατά τη διάρκεια της μαθητείας, οι μαθητές πρέπει να αποδείξουν τις πρακτικές τους δεξιότητες."

  5. "Los programas de pupilaje ofrecen una valiosa experiencia en el campo."

  6. "Τα προγράμματα μαθητείας προσφέρουν πολύτιμη εμπειρία στον τομέα."

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "pupilaje" προέρχεται από την ισπανική λέξη "pupil", που σημαίνει μαθητής ή μαθητευόμενος, και το κατάληξη "-aje", που δηλώνει κατάσταση ή διαδικασία.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - enseñanza (διδασκαλία) - formación (εκπαίδευση)

Αντώνυμα: - ignorancia (άγνοια) - desinterés (αδιαφορία)



23-07-2024