"pupilaje" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/pupiˈlaxe/
Η λέξη "pupilaje" αναφέρεται σε μια διαδικασία ή κατάσταση στην οποία κάποιος είναι μαθητής ή εκπαιδευόμενος, συνήθως σε κάποιο είδος επαγγελματικής ή ακαδημαϊκής εκπαίδευσης. Χρησιμοποιείται κυρίως σε νομικά ή εκπαιδευτικά πλαίσια. Η συχνότητα χρήσης της είναι μεγαλύτερη σε γραπτό πλαίσιο, καθώς σχετίζεται με ειδικές διαδικασίες και κανονισμούς.
"Η μαθητεία είναι θεμελιώδης για την επαγγελματική ανάπτυξη των νέων."
"Los estudiantes que están en pupilaje tienen la oportunidad de aprender en la práctica."
Η λέξη "pupilaje" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε συγκεκριμένα συμφραζόμενα εκπαιδευτικής φύσης.
"Η διαδικασία μαθητείας είναι μια πόρτα προς νέες επαγγελματικές ευκαιρίες."
"Durante el pupilaje, los alumnos deben demostrar sus habilidades prácticas."
"Κατά τη διάρκεια της μαθητείας, οι μαθητές πρέπει να αποδείξουν τις πρακτικές τους δεξιότητες."
"Los programas de pupilaje ofrecen una valiosa experiencia en el campo."
Η λέξη "pupilaje" προέρχεται από την ισπανική λέξη "pupil", που σημαίνει μαθητής ή μαθητευόμενος, και το κατάληξη "-aje", που δηλώνει κατάσταση ή διαδικασία.
Συνώνυμα: - enseñanza (διδασκαλία) - formación (εκπαίδευση)
Αντώνυμα: - ignorancia (άγνοια) - desinterés (αδιαφορία)