pupilo: ουσιαστικό (masculino).
/puˈpilo/
Η λέξη "pupilo" στη γλώσσα Ισπανικά αναφέρεται κυρίως σε ένα παιδί ή νέο άτομο που διδάσκεται από μεγαλύτερο ή έμπειρο άτομο, όπως δάσκαλο ή κηδεμόνα. Χρησιμοποιείται τόσο στο πλαίσιο της εκπαίδευσης όσο και σε νομικά ζητήματα, όπου υποδηλώνει την κατάσταση ενός ανηλίκου που βρίσκεται υπό τη φροντίδα και προστασία ενός ενήλικα.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή και σε προφορικά και σε γραπτά κείμενα, αν και πιο συχνά τη συναντάμε σε επίσημα ή νομικά κείμενα.
El pupilo del maestro destacó en su examen final.
(Ο μαθητής του δασκάλου ξεχώρισε στην τελική του εξέταση.)
Los derechos del pupilo son protegidos por la ley.
(Τα δικαιώματα του ανηλίκου προστατεύονται από το νόμο.)
El pupilo asistía a clases todos los días con gran dedicación.
(Ο μαθητής παρακολουθούσε μαθήματα καθημερινά με μεγάλη αφοσίωση.)
Ο όρος "pupilo" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα. Ακολουθούν μερικές παραδείγματα:
"Pupilo de la vida": Όταν λέμε ότι κάποιος είναι ο "μαθητής της ζωής", εννοούμε ότι μαθαίνει από κάθε εμπειρία που βιώνει.
(Η ζωή είναι ο καλύτερος δάσκαλος και όλοι είμαστε μαθητές της.)
"Ser un pupilo de alguien": Να είσαι υπότροφος ή μαθητής κάποιου. Αυτό δείχνει την εξάρτηση κάποιου από τη διδασκαλία ή την καθοδήγηση ενός πιο έμπειρου ατόμου.
(Πόσο καλό είναι να είσαι μαθητής ενός μεγάλου δασκάλου!)
"Pupilo en la sombra": Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που είναι αόρατος ή δεν παρατηρείται, αλλά συνεχίζει να μαθαίνει και να αναπτύσσεται.
(Ο μαθητής εντός της σκιάς δουλεύει σιωπηλά για τους στόχους του.)
Η λέξη "pupilo" προέρχεται από το λατινικό "pupilus", το οποίο είχε την έννοια του "μικρού", "νέου", και αναφέρεται σε νέο ή ανήλικο άτομο.
Συνώνυμα: - aprendiz (μαθητής) - discípulo (μαθητής)
Αντώνυμα: - maestro (δάσκαλος) - adulto (ενήλικας)
Αυτή είναι μια συνοπτική παρουσίαση της λέξης "pupilo" στα Ισπανικά με τις αντίστοιχες μεταφράσεις και χρήσεις.