Η λέξη "puramente" χρησιμοποιείται στα ισπανικά για να εκφράσει κάτι που γίνεται μόνο ή αποκλειστικά με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Συνήθως, εκφράζει την καθαρότητα ή τον αποκλειστικό χαρακτήρα μιας ενέργειας ή κατάστασης. Είναι μια κοινά χρησιμοποιούμενη λέξη, κυρίως στο γραπτό πλαίσιο, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και στον προφορικό λόγο.
Το δώρο ήταν καθαρά συμβολικό.
Actuó puramente por interés personal.
Έδρασε αποκλειστικά για προσωπικό όφελος.
Sus intenciones eran puramente altruistas.
Η λέξη "puramente" δεν έχει πολλές ρίζες σε ιδιωματικές εκφράσεις αλλά χρησιμοποιείται σε διάφορες στροφές και εκφράσεις:
Πολύ ακαδημαϊκό. (Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι καθαρά θεωρητικό ή επιστημονικό.)
Puramente comercial.
Καθαρά εμπορικό. (Αναφέρεται σε ενέργειες ή σχέσεις που έχουν μόνο εμπορικό χαρακτήρα.)
Es un placer puramente personal.
Είναι μια καθαρά προσωπική ευχαρίστηση. (Δηλώνει ότι κάτι είναι μόνο για προσωπική απόλαυση.)
La discusión fue puramente teórica.
Η λέξη "puramente" προέρχεται από την ισπανική λέξη "puro," που σημαίνει "καθαρός," συνδυασμένη με το επίθημα "-mente," που χρησιμοποιείται για τη δημιουργία επιρρημάτων.
Συνώνυμα: - Limpiamente (καθαρά) - Unicamente (μόνο) - Exclusivamente (αποκλειστικά)
Αντώνυμα: - Impuramente (βρώμικα) - Indistintamente (αδιάκριτα) - Generalmente (γενικά)