Η λέξη "pureza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/puˈɾeθa/ (σε ισπανικό φωνητικό αλφάβητο) ή /puˈɾeza/ (σε αμερικανικό ισπανικό φωνητικό αλφάβητο)
Η λέξη "pureza" αναφέρεται στην κατάσταση ή ποιότητα του να είναι κάτι καθαρό, αγνό ή ελεύθερο από ακαθαρσίες. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η χημεία για να περιγράψει την καθαρότητα μιας ουσίας, αλλά και σε κοινωνικά ή φιλοσοφικά πλαίσια για να τονίσει την ηθική ή πνευματική αγνότητα. Στη γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, με μια ελαφρώς μεγαλύτερη συχνότητα σε γραπτά κείμενα.
"La pureza del agua es fundamental para la salud."
"Η καθαρότητα του νερού είναι θεμελιώδης για την υγεία."
"Valoro mucho la pureza en las relaciones personales."
"Εκτιμώ πολύ την αγνότητα στις προσωπικές σχέσεις."
"La pureza de este producto lo hace muy apreciado por los clientes."
"Η καθαρότητα αυτού του προϊόντος το καθιστά πολύ εκτιμημένο από τους πελάτες."
Η λέξη "pureza" δεν χρησιμοποιείται σχεδόν σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εισαχθεί σε ορισμένα συμφραζόμενα που σχετίζονται με ηθικές αξίες ή καθαρότητα. Ακολουθούν μερικές προτάσεις που την περιλαμβάνουν:
"La pureza del corazón es más importante que la belleza exterior."
"Η αγνότητα της καρδιάς είναι πιο σημαντική από την εξωτερική ομορφιά."
"Buscamos la pureza en cada acción que realizamos."
"Αναζητούμε την καθαρότητα σε κάθε ενέργεια που κάνουμε."
"En tiempos difíciles, la pureza de las intenciones es crucial."
"Σε δύσκολες εποχές, η καθαρότητα των προθέσεων είναι κρίσιμη."
Η λέξη "pureza" προέρχεται από τη λατινική λέξη "puritas", που σημαίνει "καθαρότητα" ή "αγνότητα". Η ρίζα της λέξης "pur-" συνδέεται με την έννοια του να είναι καθαρό ή αγνό.
Συνώνυμα: - Limpieza (καθαρότητα) - Inmaculación (απομόνωση) - Integridad (ακεραιότητα)
Αντώνυμα: - Impureza (ακαθαρσία) - Contaminación (ρύπανση) - Suciedad (βρωμιά)
Συνολικά, η λέξη "pureza" έχει πλούσιο νόημα και εύρος χρήσης, καθιστώντας την σημαντική σε διάφορους τομείς της γλώσσας και του πολιτισμού.