Purgatorio είναι ουσιαστικό.
/purɡaˈtoɾjo/
Η λέξη "purgatorio" αναφέρεται στην έννοια του καθαρτηρίου, ένα ενδιάμεσο στάδιο μετά θάνατον όπως περιγράφεται σε αρκετές θρησκευτικές παραδόσεις, κυρίως στην Καθολική Εκκλησία, όπου οι ψυχές των ανθρώπων καθαρίζονται από τις αμαρτίες τους προτού εισέλθουν στον παράδεισο. Η χρήση της είναι πιο συχνή σε θρησκευτικά και φιλοσοφικά κείμενα αν και μπορεί να βρεθεί και σε λογοτεχνικές αναφορές.
Η έννοια του καθαρτηρίου είναι θεμελιώδης στη θεολογία της Καθολικής εκκλησίας.
Muchas almas se cree que pasan por el purgatorio antes de ir al cielo.
Η λέξη "purgatorio" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές συνδυαστικές φράσεις που αναφέρονται στο επικείμενο καθαρτήριο ή στο διάστημα αναμονής:
"Νιώθει σε ένα συναισθηματικό καθαρτήριο."
"Trabajar en el purgatorio laboral."
"Να δουλεύεις σε ένα εργασιακό καθαρτήριο."
"Pasar por un purgatorio espiritual."
"Να περνάς από ένα πνευματικό καθαρτήριο."
"El purgatorio de las decisiones difíciles."
Η λέξη "purgatorio" προέρχεται από τη λατινική λέξη "purgatorium", η οποία προέρχεται από το ρήμα "purgare" που σημαίνει "καθαρίσω".