Η λέξη "pus" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική του μεταγραφή στην Ισπανική γλώσσα είναι [pus].
Η λέξη "pus" αναφέρεται σε μια παχύρευστη, κίτρινη ή πρασινωπή ουσία που είναι προϊόν φλεγμονής και στασιμότητας σε πληγές, λοιμώξεις ή άλλες ιατρικές καταστάσεις. Χρησιμοποιείται συχνά στην ιατρική και έχει μεγάλη συχνότητα χρήσης στον γραπτό λόγο, καθώς είναι μια ιατρική ορολογία που εμφανίζεται συχνά σε άρθρα, βιβλία, και περιγραφές περιστατικών.
Η πληγή είναι μολυσμένη και έχει πύον.
El médico recolectó una muestra de pus para el análisis.
Ο γιατρός πήρε ένα δείγμα πύον για ανάλυση.
El pus es una señal de que hay una infección en el cuerpo.
Η λέξη "pus" δεν είναι συνήθως μέρος ιδιωματικών εκφράσεων στην ισπανική γλώσσα, αλλά επικεντρώνεται περισσότερο σε ιατρικούς και επιστημονικούς τομείς. Παρ' όλα αυτά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες εκφράσεις ή περιγραφές για να τονίσει τη σοβαρότητα μιας κατάστασης:
"Αν δεν υπάρχει πύον, δεν υπάρχει πρόβλημα." (δηλαδή, αν δεν υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, όλα είναι εντάξει)
"El pus indica una infección que necesita tratamiento."
Η λέξη "pus" προέρχεται από τη Λατινική λέξη "pus", που σημαίνει πύον.
Συνώνυμα: - Líquido purulento (πυώδες υγρό) - Exudado (έκκριση)
Αντώνυμα: - Salud (υγεία) - Limpio (καθαρός)
Αυτή η αναγνώριση και χρήσιμες πληροφορίες μπορεί να βοηθήσουν στην κατανόηση και στη χρήση της λέξης "pus" στο διάφορους τομείς.