Η λέξη "puta" στα Ισπανικά είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "puta" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /ˈputa/.
Η λέξη "puta" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "πουτάνα" - "ιερόδουλη"
Η λέξη "puta" χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε γυναίκες που παρέχουν σεξουαλικές υπηρεσίες, αλλά έχει και αρνητική ή προσβλητική χροιά. Συνήθως χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο και σε πιο ανεπίσημα πλαίσια, αν και μπορεί να εμφανίζεται σε γραπτό λόγο.
Η λέξη είναι αρκετά συχνά χρησιμοποιούμενη σε καθημερινές συνομιλίες καθώς και σε λαϊκή γλώσσα. Ωστόσο, μπορεί να είναι προσβλητική και γι' αυτό είναι σημαντικό να αποφεύγεται σε περισσότερες επίσημες ή ευαίσθητες καταστάσεις.
Αυτή είναι μια πουτάνα που δουλεύει στο δρόμο.
No hables así de ella, no es ninguna puta.
Η λέξη "puta" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις και εκφράσεις της καθημερινής γλώσσας.
Τι πουτάνα τύχη έχω!
No puedo creer que ese tipo sea una puta.
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι αυτός ο τύπος είναι μια πουτάνα.
Te lo digo de puta madre.
Το λέω με μεγάλη χαρά. (Με τη σημασία ότι κάτι είναι εξαιρετικό).
¡Eso es una putada!
Η λέξη "puta" προέρχεται από το λατινικό "putta", το οποίο είχε την έννοια της "κοπέλας" αλλά και της "πουτάνας". Με τον καιρό, η σημασία της μεταβλήθηκε και απέκτησε τη σημερινή της προσβλητική έννοια.
Αν και δεν υπάρχουν άμεσα αντώνυμα, μπορεί να θεωρηθούν θετικές ορολογίες όπως: - "mujer decente" (ενάρετη γυναίκα) - "mujer digna" (άξια γυναίκα)