Η λέξη "puto" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "puto" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι /ˈputo/.
Η λέξη "puto" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "πόρνη" (σε κάποιες περιπτώσεις, αν και παραπέμπει σε όρους ανδρών) - "μαλάκας" (οικειοθελής προσβολή, εάν χρησιμοποιείται σε καυστικό τόνο)
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "puto" συνήθως αναφέρεται σε έναν άνδρα που είναι ομοφυλόφιλος ή που θεωρείται ότι έχει γυναικείες χαρακτηριστικές συμπεριφορές. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως προσβλητικός όρος. Η χρήση της μπορεί να είναι συχνότερη στον προφορικό λόγο και σε ορισμένα κοινωνικά ή πολιτιστικά συμφραζόμενα.
"Μη γίνεις πόρνη και υπερασπίσου τη γνώμη σου."
"Lo llamaron puto en la escuela."
"Τον αποκάλεσαν πόρνη στο σχολείο."
"Es un puto si no se atreve a actuar."
Η λέξη "puto" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις και φράσεις:
"Πόρνη αυτός που το διαβάσει." (χρησιμοποιούμενο ως αστείο ή προσβολή)
"Eres un puto si no bailas."
"Είσαι μαλάκας αν δεν χορέψεις."
"Actúa como un puto valiente."
Η λέξη "puto" προέρχεται από τη λατινική λέξη "putidus", που σημαίνει "σαπίος, διεφθαρμένος". Στη διάρκεια των αιώνων, η έννοια της λέξης έχει εξελιχθεί και συσχετιστεί περισσότερο με τη σεξουαλική ταυτότητα.
Συνώνυμα: - "maricón" (θεωρείται πολύ προσβλητικό) - "güey" (σε κάποιες περιοχές, μπορεί να χρησιμοποιηθεί οικειοθελώς)
Αντώνυμα: - "hombre" (άνδρας) - "macho" (αρσενικό, αντρικό)
Η λέξη "puto" είναι μια έντονα φορτισμένη λέξη που συχνά χρησιμοποιείται για να εκφράσει περιφρόνηση ή υποτίμηση, και η κατανόηση του συμφραζόμενου είναι κρίσιμη για την κατάλληλη χρήση της.