Το "quebrantar" είναι ρήμα.
/fai̯.βɾan.ˈtaɾ/
Η λέξη "quebrantar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα των Ισπανικών για να περιγράψει την πράξη του να σπάει ή να παραβιάζει κάτι. Συχνά χρησιμοποιείται σε νομικά πλαίσια, αναφερόμενη σε παραβιάσεις νόμων ή κανονισμών. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και παρατηρείται κυρίως σε γραπτά κείμενα και επίσημες επικοινωνίες, όπως νομικές προειδοποιήσεις. Ωστόσο, μπορεί επίσης να χρησιμοποιείται στον προφορικό λόγο όταν συζητούνται θέματα που σχετίζονται με παραβάσεις.
Ο κατηγορούμενος προσπάθησε να παραβιάσει το νόμο.
Quebrantaron las reglas del juego.
Παραβίασαν τους κανόνες του παιχνιδιού.
Es un delito quebrantar el contrato firmado.
Το "quebrantar" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Es importante quebrantar el hielo en una reunión. (Είναι σημαντικό να σπάσεις τον πάγο σε μια συνεδρίαση.)
Quebrantar la confianza
Quebrantar la confianza de alguien es muy difícil de reparar. (Το να σπάσεις την εμπιστοσύνη κάποιου είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθεί.)
Quebrantar las normas
No debes quebrantar las normas establecidas en la empresa. (Δεν πρέπει να παραβιάζεις τους κανόνες που έχουν θεσπιστεί στην επιχείρηση.)
Quebrantar la seguridad
Η λέξη "quebrantar" προέρχεται από το λατινικό "clāvāre", το οποίο σημαίνει "να σπάσεις" ή "να καταστρέψεις".
Συνώνυμα: - romper (να σπάσω) - violar (να παραβιάσω) - infringir (να παραβάλλω)
Αντώνυμα: - respetar (να σέβομαι) - mantener (να διατηρώ) - obedecer (να υπακούω)