Το "quebranto" είναι ουσιαστικό.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: [keˈβɾanto]
Η λέξη "quebranto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια κατάσταση κατά την οποία κάτι ή κάποιος υποχωρεί, καταστρέφεται ή είναι σε μια κατάσταση κρίσης. Μπορεί να αναφέρεται σε νομικές καταστάσεις (π.χ. χρεοκοπίες), σε συναισθηματικές ή ψυχολογικές καταστάσεις (π.χ. πτώση του ηθικού) και σε ναυτικά συμφραζόμενα (π.χ. ζημιές σε σκάφη).
Η συχνότητα χρήσης της λέξης "quebranto" είναι σχετικά υψηλή σε γραπτά κείμενα, ιδιαίτερα σε νομικά και οικονομικά, ενώ η προφορική χρήση της είναι λιγότερο συχνή.
La crisis financiera causó un gran quebranto en muchas empresas.
(Η οικονομική κρίση προκάλεσε μεγάλο χαλασμό σε πολλές εταιρείες.)
El quebranto de la moralidad en la sociedad es un problema creciente.
(Η καταστροφή της ηθικής στην κοινωνία είναι ένα αυξανόμενο πρόβλημα.)
El capitán del barco estaba preocupado por el quebranto del casco.
(Ο καπετάνιος του πλοίου ήταν ανήσυχος για τη ζημιά στο casco.)
Η λέξη "quebranto" χρησιμοποιείται σε μερικές ιδιωματικές εκφράσεις:
Sufrir un quebranto.
(Να υποστείς ένα πλήγμα.)
Εξήγηση: Αυτή η φράση σημαίνει να βιώσεις μια σημαντική αποτυχία ή ζημιά.
Quebranto de confianza.
(Καταστροφή της εμπιστοσύνης.)
Εξήγηση: Αναφέρεται σε μια κατάσταση όπου η εμπιστοσύνη καταστρέφεται μεταξύ ατόμων ή οργανισμών.
Quiebras y quebrantos.
(Χρεοκοπίες και καταστροφές.)
Εξήγηση: Αυτή η φράση συχνά χρησιμοποιείται σε οικονομικά συμφραζόμενα, αναφέροντας τις συνέπειες των χρεοκοπιών σε μια οικονομία.
Η λέξη "quebranto" προέρχεται από το ρήμα "quebrar", που σημαίνει "να σπάσει" ή "να καταρρεύσει". Η ρίζα του ρήματος έχει ρίζες στη λατινική λέξη "crepare", που σημαίνει "να διαρρηγνύω" ή "να εκρήγνυμαι".
Συνώνυμα: - Ruptura (σπάσιμο) - Destrucción (καταστροφή)
Αντώνυμα: - Restauración (αποκατάσταση) - Fortalecimiento (ενίσχυση)
Αυτές οι πληροφορίες καλύπτουν τις διάφορες πτυχές της λέξης "quebranto" στην ισπανική γλώσσα.