Το "quebrar" είναι ρήμα.
/keˈβɾaɾ/
Η λέξη "quebrar" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά κυρίως για να δηλώσει την πράξη του να σπάσει κάτι ή να προκαλέσει την αποτυχία ενός πράγματος. Στο οικονομικό πλαίσιο αναφέρεται συχνά στη διαδικασία χρεοκοπίας ενός οργανισμού ή ατόμου. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται σε γραπτά και προφορικά κείμενα, με κάποιες παραλλαγές ανάλογα με το συμφραζόμενο. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, ιδίως στα νομικά και οικονομικά κείμενα.
"La empresa decidió quebrar debido a problemas financieros."
"Η εταιρεία αποφάσισε να χρεοκοπήσει λόγω οικονομικών προβλημάτων."
"Si sigues ignorando las advertencias, podrías quebrar."
"Αν συνεχίσεις να αγνοείς τις προειδοποιήσεις, θα μπορούσες να σπάσεις."
Η λέξη "quebrar" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα Ισπανικά:
"Su traición me quebró el alma."
"Η προδοσία του με έσπασε την ψυχή."
"quebrar la monotonía" - να σπάσεις τη μονοτονία.
"Necesitamos hacer algo divertido para quebrar la monotonía."
"Χρειαζόμαστε να κάνουμε κάτι διασκεδαστικό για να σπάσουμε τη μονοτονία."
"quebrar la confianza" - να σπάσεις την εμπιστοσύνη.
Η λέξη "quebrar" προέρχεται από το λατινικό "quiebrare", το οποίο σημαίνει "να σπάσω".
Συνώνυμα: - romper - fracturar - deshacer
Αντώνυμα: - unir - reparar - consolidar