Το "quebrarse" είναι ένα ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: [keˈβɾaɾse]
Η λέξη "quebrarse" σημαίνει το να σπάσει κάτι ή να καταρρεύσει, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σωματική ή ψυχολογική κατάπτωση ή κρίση. Στην καθημερινή γλώσσα, συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά έχει μεγαλύτερη συχνότητα στους καθημερινούς διαλόγους.
Έσπασα το χέρι μου όταν έπεσα.
Después de tantas decepciones, ella se quebró emocionalmente.
Η λέξη "quebrarse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες τέτοιες εκφράσεις με παραδείγματα:
Después de la crisis, la empresa se quedó en la quiebra.
Quiebras sentimentales
Las quiebras sentimentales pueden ser muy dolorosas.
Quiebrar el silencio
Η λέξη "quebrarse" προέρχεται από το λατινικό "crepare", που σημαίνει «να σπάσει» ή «να τσακιστεί».
Συνώνυμα: - romperse - desgajarse
Αντώνυμα: - unirse - consolidarse
Η λέξη "quebrarse" είναι πολυδιάστατη και βρίσκεται σε κεντρική θέση σε πολλές συζητήσεις σχετικά με σωματικά ή συναισθηματικά ζητήματα, καθιστώντας την σημαντική σε διάφορες καθημερινές καταστάσεις.