quebrarse - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

quebrarse (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "quebrarse" είναι ένα ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: [keˈβɾaɾse]

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "quebrarse" σημαίνει το να σπάσει κάτι ή να καταρρεύσει, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει σωματική ή ψυχολογική κατάπτωση ή κρίση. Στην καθημερινή γλώσσα, συναντάται τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αλλά έχει μεγαλύτερη συχνότητα στους καθημερινούς διαλόγους.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Me quebré el brazo al caer.
  2. Έσπασα το χέρι μου όταν έπεσα.

  3. Después de tantas decepciones, ella se quebró emocionalmente.

  4. Μετά από τόσες απογοητεύσεις, αυτή καταρρεύσε ψυχολογικά.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "quebrarse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις. Ακολουθούν ορισμένες τέτοιες εκφράσεις με παραδείγματα:

  1. Quedarse en la quiebra
  2. Οικονομικά καταστραμμένος.
  3. Después de la crisis, la empresa se quedó en la quiebra.

    • Μετά την κρίση, η επιχείρηση κατέληξε στην καταστροφή.
  4. Quiebras sentimentales

  5. Συναισθηματικές κρίσεις.
  6. Las quiebras sentimentales pueden ser muy dolorosas.

    • Οι συναισθηματικές κρίσεις μπορεί να είναι πολύ επώδυνες.
  7. Quiebrar el silencio

  8. Σπάει τη σιωπή.
  9. Finalmente, alguien se atrevió a quiebrar el silencio en la reunión.
    • Τελικά, κάποιος τόλμησε να σπάσει τη σιωπή στη συνάντηση.

Ετυμολογία

Η λέξη "quebrarse" προέρχεται από το λατινικό "crepare", που σημαίνει «να σπάσει» ή «να τσακιστεί».

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - romperse - desgajarse

Αντώνυμα: - unirse - consolidarse

Η λέξη "quebrarse" είναι πολυδιάστατη και βρίσκεται σε κεντρική θέση σε πολλές συζητήσεις σχετικά με σωματικά ή συναισθηματικά ζητήματα, καθιστώντας την σημαντική σε διάφορες καθημερινές καταστάσεις.



23-07-2024