Το "quedado" είναι ένα ειδικό επίθετο και μπορεί να λειτουργεί και ως παρελθοντικός participio του ρήματος "quedar".
Φωνητική μεταγραφή: [keˈðaðo]
Η λέξη "quedado" μπορεί να σημαίνει ότι κάτι ή κάποιος έχει μείνει ή απομείνει. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο και οι συχνότητες χρήσης ποικίλλουν ανάλογα με το πλαίσιο: στην καθημερινή ομιλία ή σε πιο επίσημα γραπτά κείμενα.
"Después de la fiesta, solo quedó el quedado."
"Μετά το πάρτι, έμεινε μόνο η εγκατάλειψη."
"No puedo creer que haya quedado tan cambiado."
"Δεν μπορώ να πιστέψω ότι έχει μείνει τόσο αλλαγμένος."
Η λέξη "quedado" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
"Ese chico está quedado, no sabe nada de moda."
"Αυτός ο τύπος είναι άκαρδος, δεν ξέρει τίποτα για τη μόδα."
"Quedado para el arrastre"
"Después de ese día de trabajo, estoy quedado para el arrastre."
"Μετά από αυτή την ημέρα δουλειάς, είμαι πολύ κουρασμένος."
"Quedarse en el aire"
Η λέξη "quedado" προέρχεται από το ρήμα "quedar", το οποίο έχει λατινικές ρίζες από τη λέξη "quedare".
Συνώνυμα:
- Sobrante (περίσσευμα)
- Restante (υπόλοιπο)
Αντώνυμα:
- Saliente (εκπληρώνοντας, που φεύγει)
- Partiente (που αποχωρεί)