quehacer είναι ουσιαστικό αρσενικού γένους (el quehacer).
Φωνητική μεταγραφή: [ke.aˈθeɾ] (ισπανικά) ή [ke.aˈxer] (Ισπανία, κάποιες περιοχές).
Η λέξη quehacer αναφέρεται σε κάποια εργασία ή καθήκον που πρέπει να γίνει. Χρησιμοποιείται πολύ στη συνδυαστική φράση “quehaceres” για να αναφερθεί σε οικιακά ή καθημερινά καθήκοντα. Η χρήση της είναι αρκετά συχνή και παρατηρείται και στον προφορικό λόγο, κυρίως σε καταστάσεις που σχετίζονται με οικιακές εργασίες.
Παραδειγματικές προτάσεις:
1. Los quehaceres de la casa nunca acaban.
(Οι δουλειές του σπιτιού ποτέ δεν τελειώνουν.)
Στο ισπανικό λεξιλόγιο, η λέξη quehacer χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την εργασία ή τις διάφορες υποχρεώσεις.
Παραδειγματικές εκφράσεις:
1. No dejes los quehaceres para mañana.
(Μη αφήνεις τις δουλειές για αύριο.)
Esos quehaceres son parte de mi rutina.
(Αυτές οι δουλειές είναι μέρος της ρουτίνας μου.)
Me gusta dividir los quehaceres en pequeñas tareas.
(Μου αρέσει να διαφοροποιώ τις δουλειές σε μικρές εργασίες.)
Siempre hay quehacer en un hogar.
(Πάντα υπάρχει δουλειά σε ένα σπίτι.)
Después de los quehaceres, puedo relajarme.
(Μετά τις δουλειές, μπορώ να χαλαρώσω.)
Η λέξη προέρχεται από την λατινική λέξη "quæcere", που σημαίνει "εργάζομαι" ή "κάνω". Στην ισπανική γλώσσα, έχει εξελιχθεί για να αναφέρεται πιο συγκεκριμένα σε καθήκοντα ή εργασίες.
Συνώνυμα: - tarea (έργο, καθήκον) - trabajo (εργασία)
Αντώνυμα: - descanso (ανάπαυση) - ocio (ελευθερος χρόνος)
Αυτές οι πληροφορίες παρέχουν μια ολοκληρωμένη εικόνα για τη λέξη "quehacer" και τη χρήση της στην ισπανική γλώσσα.